-
1 κατωφαγᾶς
κατω-φαγᾶς, ᾶ, ὁ, ein Vogel, der mit darniedergebeugtem Kopfe immer frißt; von καταφαγεῖν, gefräßig -
2 κατα-φαγᾶς
См. также в других словарях:
κατωφαγάς — κατωφαγᾱς, οῡ και ᾱ και καταφαγᾱς, ὁ (Α) ονομασία λαίμαργου πτηνού με το κεφάλι συνεχώς προς τα κάτω για να βρίσκει σπόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + φαγᾶς] … Dictionary of Greek
κατωφαγᾶς — eating with the head down to the ground masc acc pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CATOBLEPAS seu CATOBLEPA — CATOBLEPAS, seu CATOBLEPA nomenanimalis in Aethiopia, de quo sic Solinus, c. 30. Iuxta Nigrim fluv. Catoblepas nascitur, modica atque iners bestia, caput praegrave aegre ferens, aspectu pestilenti: nam qui in oculos eius offenderint, protinus… … Hofmann J. Lexicon universale
-άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… … Dictionary of Greek
δακνάς — δακνᾱς, ο (Α) (για ζώα) ο δαγκανιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκνω + άς* (πρβλ. ελεάς, κατωφαγάς)] … Dictionary of Greek
κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… … Dictionary of Greek
καταφαγάς — ὁ βλ. κατωφαγάς … Dictionary of Greek