-
1 καταφαγᾶς
κατα-φαγᾶς, ᾶ, ὁ, der herunterschlingt, gefräßig ist, der Schlemmer -
2 κατω-φαγᾶς
κατω-φαγᾶς, ᾶ, ὁ, ein Vogel, Ar. Av. 288, der mit darniedergebeugtem Kopfe immer frißt; nach dem Schol. von καταφαγεῖν, gefräßig; vielleicht auch mit Anspielung auf σκατοφάγος. Vgl. καταφαγᾶς.
-
3 κατα-φαγᾶς
См. также в других словарях:
καταφαγάς — ὁ βλ. κατωφαγάς … Dictionary of Greek
PHAGO — onis, mimus, quô Valer. Aurelianus mire delectatus est. Fuit adeo gulosus, et vorax, ut adhibitus mensae Aureliani, aprum integrum, centum panes, vervecem et porcellum unô die comederit, biberitque orcam vini. Flav. Vopisc. in Aurelian. c. ult.… … Hofmann J. Lexicon universale
-άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… … Dictionary of Greek
κατωφαγάς — κατωφαγᾱς, οῡ και ᾱ και καταφαγᾱς, ὁ (Α) ονομασία λαίμαργου πτηνού με το κεφάλι συνεχώς προς τα κάτω για να βρίσκει σπόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + φαγᾶς] … Dictionary of Greek