-
1 κατω-φαγᾶς
κατω-φαγᾶς, ᾶ, ὁ, ein Vogel, Ar. Av. 288, der mit darniedergebeugtem Kopfe immer frißt; nach dem Schol. von καταφαγεῖν, gefräßig; vielleicht auch mit Anspielung auf σκατοφάγος. Vgl. καταφαγᾶς.
-
2 κατωφαγᾶς
κατω-φαγᾶς, ᾶ, ὁ, ein Vogel, der mit darniedergebeugtem Kopfe immer frißt; von καταφαγεῖν, gefräßig
См. также в других словарях:
κατωφαγάς — κατωφαγᾱς, οῡ και ᾱ και καταφαγᾱς, ὁ (Α) ονομασία λαίμαργου πτηνού με το κεφάλι συνεχώς προς τα κάτω για να βρίσκει σπόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + φαγᾶς] … Dictionary of Greek
λάρυγγας — Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που… … Dictionary of Greek