Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κατοχ-ή

См. также в других словарях:

  • κάτοχ' — κάτοχα , κάτοχος holding down neut nom/voc/acc pl κάτοχε , κάτοχος holding down masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτοχος — ὁ, ἡ (ΑΜ κάτοχος, ον) [κατέχω] νεοελλ. αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, γνώστης, έμπειρος («είναι κάτοχος τής γερμανικής γλώσσας») νεοελλ. μσν. αυτός που έχει κάτι στην εξουσία του, κύριος, ιδιοκτήτης (α. «είναι κάτοχος μεγάλης κτηματικής… …   Dictionary of Greek

  • μετοχίτης — ο (Μ μετοχίτης) μοναχός που διοικεί ή διευθύνει μετόχιο μονής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετόχι + κατάλ. ίτης (πρβλ. κατοχ ίτης)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»