-
1 κατοχεύω
II [tense] pf. part. [voice] Pass. κατωχευμένος fertilized, φοίνικες Mitteis Chr.151.26 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατοχεύω
См. также в других словарях:
κατοχεύω — (Α) 1. βάζω τα ζώα να βατευθούν («τὰ κτήνη σου οὐ κατοχεύσεις ἑτεροζύγω», ΠΔ) 2. (κατά τον Ησύχ.) «κατοχεύει πηδᾷ, ἐπικάθηται» 3. (αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) κατωχευμένος (για φυτά) γονιμοποιημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀχεύω «βατεύω»] … Dictionary of Greek