Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατοκωχη

См. также в других словарях:

  • κατοκωχή — κατοκωχή, ἡ (Α) 1. κατάσχεση, κατάκτηση 2. το να κατέχεται κάποιος από ανώτερο πνεύμα, η έμπνευση («οὐ γάρ τέχνη, οὐδ ἐπιστήμη περί Ὁμήρου λέγεις, ἀλλά θείᾳ μοίρα καὶ κατοκωχῄ», Πλάτ.) 3. αντίληψη, κατανόηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οκωχή (<… …   Dictionary of Greek

  • κατοκωχῇ — κατοκωχή possession fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοκωχή — possession fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοκωχαί — κατοκωχή possession fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοκωχῆς — κατοκωχή possession fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοκωχήν — κατοκωχή possession fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοκώχιμος — κατοκώχιμος, η, ον (ΑΜ) [κατοκωχή] αυτός που μπορεί να καταληφθεί εύκολα από κάποιο αίσθημα ή πάθος, ευάλωτος («κατοκώχιμος ἐκ τῆς ἀρετῆς», Αριστοτ.) αρχ. 1. ο κρατούμενος ως εγγύηση 2. μανιώδης, έξαλλος («κατοκώχιμα πάντα καὶ φρικώδη», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • κατοκωχάς — κατοκωχά̱ς , κατοκωχή possession fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»