-
1 κατοκωχη
-
2 κατοκωχή
-
3 κατοκωχῇ
-
4 κατοκωχή
κατοκωχήpossession: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 κατοκωχή
κατοκωχ-ή, ἡ,A = κατοχή, possession,τῆς χώρας Anon.
ap. Suid.; mental grasp,τῶν εἰρημένων Zeno Stoic.1.58
.II being possessed, inspiration, ;ἀπὸ Μουσῶν κ. Id.Phdr. 245a
, cf. Ph.1.174, al., Dam.Isid.32:—the forms κατακωχή, -ιμος are late and incorrect; cf. ἀνοκωχή, συνοκωχή.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατοκωχή
-
6 κατοκωχή
κατ-οκωχή, ἡ, das Innehaben; ϑείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ, Begeisterung -
7 κατοκωχαί
κατοκωχήpossession: fem nom /voc pl -
8 κατοκωχήν
κατοκωχήpossession: fem acc sg (attic epic ionic) -
9 κατ-οκωχή
κατ-οκωχή, ἡ, = κατοχή, Suid. erkl. κατάσχεσις, das Innehaben; ϑείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ, Begeisterung, κατακωχῇ schlechtere v. l., Plat. Ion 536 c; τρίτη ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή Phaedr. 245 a.
-
10 κατοχη
ἥ (= κατοκωχή См. κατοκωχη)1) задержание, арест(τοῦ Ἱστιαίου Her.)
2) помеха, задержка(ἀνείρξεις καὴ κατοχαί Plut.)
3) одержимость, исступление(κατοχαὴ καὴ ἐνθουσιασμοί Plut.)
-
11 κατακωχή
κατακωχή, ἡ, das Zurückhalten, Aufhalten, Suid. erkl. κατάσχεσις. – Bei Plat. v. l. für κατοκωχή, w. m. s.
-
12 μανία
μανία, ἡ, Raserei, Wahnsinn, auch von jeder heftigen Gemüthsbewegung, wie Liebe, Zorn, ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι, Pind. N. 11, 48; φρενοπληγεῖς μανίαι, Aesoh. Prom. 881 u. öfter, wie Soph., μανίᾳ ἁλοὺς Αἴας ἀπελωβήϑη, Ai. 215, κεῖνος ἐπέγνω μανίαις, in thörichtem Wahnsinn, ψαύων τὸν ϑεόν, Ant. 950; Ar., der auch den plur. braucht, Pax 65; Her., der auch adjectivisch sagt μανίη νοῦσος, 6, 75; μέχρι μανίας ἡ σφοδρὰ ἡδονὴ κατέχουσα, Plat. Phil. 45 e; καὶ φιλεραστία, Conv. 213 d; auch = göttliche Begeisterung, ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή τε καὶ μανία, Phaedr. 245 a, τῆς φιλοσόφου μανίας τε καὶ βακχείας, Conv. 218 b; der σωφροσύνη entgegengesetzt, Prot. 323 b, vgl. Phaedr. 244 d, u. der φρόνησις, Alc. II, 139 b; μανίαν πολλὴν καταγνῶναί τινος, Isocr. 4, 133 u. Folgde; μανίαν ἐῤῥωμένην μαίνεσϑαι, Luc. adv. ind. 22, wie κοινὴν μανίαν μεμηνέναι, abdicat. 31.
-
13 κατοχη...
κατοχή...κατοκωχή, κατοχήἥ одержимость, вдохновенность(κ. τε καὴ μανία Plat.)
-
14 κατοκωχής
-
15 κατοκωχῆς
-
16 κατοκωχάς
κατοκωχά̱ς, κατοκωχήpossession: fem acc pl -
17 κατακωχή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακωχή
-
18 κατοχωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατοχωτικός
-
19 μανία
A madness, Hdt.6.112, Hp.Aph. 7.5, S.Ant. 958 (lyr.), etc.;πολλὴν καταγνῶναι μ. τινῶν Isoc.4.133
;μέχρι μανίας ἡ σφοδρὰ ἡδονὴ κατέχουσα Pl.Phlb. 45e
;μανίη νοῦσος Hdt.6.75
: freq. in pl., Lex Solonis ap.D.46.14, Thgn.1231, A.Pr. 879, 1057 (both anap.), etc.II enthusiasm, inspired frenzy,μ. Διονύσου πάρα E.Ba. 305
;ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή τε καὶ μ. Pl.Phdr. 245a
; θεία μ., opp. σωφροσύνη ἀνθρωπίνη, ib. 256b, cf. Prt. 323b, X. Mem.1.1.16;τῆς φιλοσόφου μ. τε καὶ βακχείας Pl.Smp. 218b
.III passion,ἐρωτικὴ μ. Id.Phdr. 265b
;μανίην μανεὶς ἀρίστην Anacreont. 59.2
: freq. in pl., Pi.O.9.39, N.11.48, E.HF 835;ἐγγὺς μανιῶν ἐλαύνει Id.Heracl. 904
(lyr.); μανίη τινός mad desire for.., Hermesian.7.85.------------------------------------μανία (B), ἡ,A = μανότης, An.Ox.2.393.
См. также в других словарях:
κατοκωχή — κατοκωχή, ἡ (Α) 1. κατάσχεση, κατάκτηση 2. το να κατέχεται κάποιος από ανώτερο πνεύμα, η έμπνευση («οὐ γάρ τέχνη, οὐδ ἐπιστήμη περί Ὁμήρου λέγεις, ἀλλά θείᾳ μοίρα καὶ κατοκωχῄ», Πλάτ.) 3. αντίληψη, κατανόηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οκωχή (<… … Dictionary of Greek
κατοκωχῇ — κατοκωχή possession fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοκωχή — possession fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοκωχαί — κατοκωχή possession fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοκωχῆς — κατοκωχή possession fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοκωχήν — κατοκωχή possession fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοκώχιμος — κατοκώχιμος, η, ον (ΑΜ) [κατοκωχή] αυτός που μπορεί να καταληφθεί εύκολα από κάποιο αίσθημα ή πάθος, ευάλωτος («κατοκώχιμος ἐκ τῆς ἀρετῆς», Αριστοτ.) αρχ. 1. ο κρατούμενος ως εγγύηση 2. μανιώδης, έξαλλος («κατοκώχιμα πάντα καὶ φρικώδη», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
κατοκωχάς — κατοκωχά̱ς , κατοκωχή possession fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)