-
1 κατηφιόων
κατηφιάωpres part act masc voc sg (epic)κατηφιάωpres part act neut nom /voc /acc sg (epic)κατηφιάωpres part act masc nom sg (epic)κατηφιάωimperf ind act 3rd pl (epic)κατηφιάωimperf ind act 1st sg (epic) -
2 κατηφιάω
A = κατηφέω, AP14.3, Ph.2.519 (nisi leg. - φῶμεν), Plu.2.119c; [dialect] Ep. part.κατηφιόων A.R.1.461
, etc.; [dialect] Ep. iterat.κατηφιάασκε MAMA1.319
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατηφιάω
См. также в других словарях:
κατηφιόων — κατηφιάω pres part act masc voc sg (epic) κατηφιάω pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) κατηφιάω pres part act masc nom sg (epic) κατηφιάω imperf ind act 3rd pl (epic) κατηφιάω imperf ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηφιώ — (Α κατηφιῶ, άω, επικ. μτχ. κατηφιόων)* (δ. γρφ. τού κατηφώ) είμαι κατηφής, είμαι σκυθρωπός, σκυθρωπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατηφῶ, κατά τα ρ. σε ιάω, ιῶ, δηλωτικά ασθένειας, πρβλ. ιλλιγ ιώ, λαρυγγ ιώ] … Dictionary of Greek