-
1 κατευθυντηρία
κατευθυν-τηρία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατευθυντηρία
-
2 κατευθύνω
Aκατευθύνεσκον IGRom.4.507b
(Pergam.):— make or keep straight,τὴν πτῆσιν Arist.IA 710a2
;ναῦν τῷ πηδαλίῳ D.Chr.13.18
; βιοτῆς οἴακα κατευθύνεσκες ἐν οἴκῳ IGRom. l.c.:—[voice] Pass.,αἱ περιφοραὶ κατευθυνόμεναι Pl.Ti. 44b
.2 guide, direct,τὰς φύσεις Id.Lg. 809a
; τινὰ εἰς τὸν αὑτοῦ δρόμον ib. 847a; [τὸν ἐλέφαντα] τῷ δρεπάνῳ Arist.HA 610a28
; [ ναῦν] Id.Fr.11; κ. τὰς πράξεις ὁ θεός Aristeas 18;τὰ παρόντα πρὸς τὸ τέλος Plu.Cam.42
;πρὸς τὰ βελτίονα τοὺς νέους Id.2.20d
; τὴν ψυχήν ib.780b;τὸν λόγον πρός τι Gal.17(2).362
.II intr., make straight towards,κατεύθυναν αἱ βόες ἐν τῇ ὁδῷ εἰς ὁδὸν Βαιθσάμυς LXX 1 Ki.6.12
;κ. τῇ πτήσει ὄρθιον ἐπὶ τοὺς πολεμίους Plu.Alex.33
.3 οἱ -ευθύνοντες the righteous, ib.Pr.15.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατευθύνω
-
3 κατευθύνω
μετ.1) направлять; адресовать; 2) направлять, наводить; наставлять; нацеливать (орудие);κατευθύν τη διόπτρα — наставлять подзорную трубу;
κατευθύνω στο στόχο — наводить на цель;
3) устремлять, обращать (взгляд);4) руководить, направлять, давить указания, директивы;§ κατευθύν
κάποιον στον ορθό ( — или στο σωστό, — или στον ίσιο) δρόμο — настав-лять кого-л. на путь истины;κατευθύνομαι — направляться, держать путь; — брать курс на..., устремляться (куда-л.)
См. также в других словарях:
μελαντηρία — η (ΑM μελαντηρία) μαύρη μεταλλική βαφή τών δερμάτων, κν. καραμπογιά («ἀναπηδήσας εὐθὺς ἀνυπόδητος οὐδὲ τὴν μελαντηρίαν ἀπονιψάμενος εἱπόμην», Λουκιαν.) μσν. μαύρη απόχρωση, μαυρίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελαίνω + επίθημα τηρία μέσω ενός αμάρτυρου… … Dictionary of Greek
ξηραντήριος — α, ο 1. ξηραντικός 2. το ουδ. ως ουσ. το ξηραντήριο τεχνολ. εγκατάσταση ή συσκευή που χρησιμοποιείται για την ξήρανση διαφόρων υλικών, καθώς και ο χώρος τών εγκαταστάσεων αυτών (α. «ξηραντήριο ξυλείας» β. «ξηραντήριο αγροτικών προϊόντων» γ.… … Dictionary of Greek