Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατευθύν-ω

  • 1 κατευθύνω

    μετ.
    1) направлять; адресовать; 2) направлять, наводить; наставлять; нацеливать (орудие);

    κατευθύν τη διόπτρα — наставлять подзорную трубу;

    κατευθύνω στο στόχο — наводить на цель;

    3) устремлять, обращать (взгляд);
    4) руководить, направлять, давить указания, директивы;

    § κατευθύν κάποιον στον ορθό ( — или στο σωστό, — или στον ίσιο) δρόμο — настав-

    лять кого-л. на путь истины;

    κατευθύνομαι — направляться, держать путь; — брать курс на..., устремляться (куда-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κατευθύνω

См. также в других словарях:

  • μελαντηρία — η (ΑM μελαντηρία) μαύρη μεταλλική βαφή τών δερμάτων, κν. καραμπογιά («ἀναπηδήσας εὐθὺς ἀνυπόδητος οὐδὲ τὴν μελαντηρίαν ἀπονιψάμενος εἱπόμην», Λουκιαν.) μσν. μαύρη απόχρωση, μαυρίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελαίνω + επίθημα τηρία μέσω ενός αμάρτυρου… …   Dictionary of Greek

  • ξηραντήριος — α, ο 1. ξηραντικός 2. το ουδ. ως ουσ. το ξηραντήριο τεχνολ. εγκατάσταση ή συσκευή που χρησιμοποιείται για την ξήρανση διαφόρων υλικών, καθώς και ο χώρος τών εγκαταστάσεων αυτών (α. «ξηραντήριο ξυλείας» β. «ξηραντήριο αγροτικών προϊόντων» γ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»