-
1 κατευθύνω
μετ.1) направлять; адресовать; 2) направлять, наводить; наставлять; нацеливать (орудие);κατευθύν τη διόπτρα — наставлять подзорную трубу;
κατευθύνω στο στόχο — наводить на цель;
3) устремлять, обращать (взгляд);4) руководить, направлять, давить указания, директивы;§ κατευθύν
κάποιον στον ορθό ( — или στο σωστό, — или στον ίσιο) δρόμο — настав-лять кого-л. на путь истины;κατευθύνομαι — направляться, держать путь; — брать курс на..., устремляться (куда-л.)
См. также в других словарях:
μελαντηρία — η (ΑM μελαντηρία) μαύρη μεταλλική βαφή τών δερμάτων, κν. καραμπογιά («ἀναπηδήσας εὐθὺς ἀνυπόδητος οὐδὲ τὴν μελαντηρίαν ἀπονιψάμενος εἱπόμην», Λουκιαν.) μσν. μαύρη απόχρωση, μαυρίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελαίνω + επίθημα τηρία μέσω ενός αμάρτυρου… … Dictionary of Greek
ξηραντήριος — α, ο 1. ξηραντικός 2. το ουδ. ως ουσ. το ξηραντήριο τεχνολ. εγκατάσταση ή συσκευή που χρησιμοποιείται για την ξήρανση διαφόρων υλικών, καθώς και ο χώρος τών εγκαταστάσεων αυτών (α. «ξηραντήριο ξυλείας» β. «ξηραντήριο αγροτικών προϊόντων» γ.… … Dictionary of Greek