-
1 κατεστρατηγήσθαι
-
2 κατεστρατηγῆσθαι
-
3 κατα-στρατ-ηγέω
κατα-στρατ-ηγέω, Einen durch eine Kriegslist überwinden, überlisten, τοὺς ὑπεναντίους Pol. 3, 71, 1; D. Hal. 4, 10; D. Sic. 11, 21 u. sonst; κατεστρατηγῆσϑαι Plut. Timol. 11.
См. также в других словарях:
κατεστρατηγῆσθαι — κατά στρατηγέω to be general perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)