-
1 κατεστρατηγήσθαι
-
2 κατεστρατηγῆσθαι
См. также в других словарях:
κατεστρατηγῆσθαι — κατά στρατηγέω to be general perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κατεστρατηγήσθαι
2 κατεστρατηγῆσθαι
κατεστρατηγῆσθαι — κατά στρατηγέω to be general perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)