-
1 καταστορέννυμι
κατα-στορέννῡμι, part. καστορνῦσα (as if from καταστόρνυμι) (v. infr.): [tense] fut. - στορέσω: [tense] aor. [voice] Pass.Aκατεστορέσθην Hp.VM19
: [tense] pf.κατεστόρεσται Them.Or.15.194d
:—spread, cover with a thing, [κάπετον] λάεσσι κατεστόρεσαν μεγάλοισι Il.24.798
.III throw down, lay low,κατεστόρεσαν αὐτῶν ἑξακοσίους Hdt.9.69
; κ. κύματα smooth the waves, AP7.668 (Leon.): metaph., of morbid humours, Hp. l. c. ([voice] Pass.);κ. τὴν ἀνωμαλίαν Plu. Comp.Lyc.Num.2
; τὴν φιλοτιμίαν, τὰπάθη, Id.Luc.5, 2.101c; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστορέννυμι
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский