Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κατεσκέλλοντο

См. также в других словарях:

  • κατεσκέλλοντο — κατασκέλλομαι become a skeleton aor ind mid 3rd pl κατασκέλλομαι become a skeleton imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκέλλομαι — (Α) 1. γίνομαι σκελετός, ξεραίνομαι, μαραίνομαι («φαρμάκων χρείᾳ κατεσκέλλοντο», Αισχύλ.) 2. είμαι σκληρός ή παγωμένος 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κατεσκληκώς, υῑα, ός στρυφνός, αυστηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκέλλομαι «ξεραίνομαι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»