-
1 κατεσκιρωμένης
κατά-σκιρόομαιto be: perf part mp fem gen sg (attic epic ionic)κατά-σκιρόωperf part mp fem gen sg (attic epic ionic) -
2 κατασκιρόομαι
A become hard or dry through age, κατεσκιρωμένης (- σκηρ- cod.)· πεπαλαιωμένης, Hsch., cf. eund.s.v. κατεσκληκότα (ubi- σκληρ- cod.).II [tense] pf.inf. κατεσκιρῶσθαι (sic cod. Patm., - σκειρῶ- cod. Phot.), = λελευκάνθαι, Apollod.Hist.Fr. 107(c) J. (nisi leg. κατεσκυρῶσθαι eodem sensu).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασκιρόομαι
См. также в других словарях:
κατεσκιρωμένης — κατά σκιρόομαι to be perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) κατά σκιρόω perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)