-
1 göçertmek
κατεδαφίζω -
2 dismantle
κατεδαφίζω -
3 снести
снести 1) (разрушить) κατεδαφίζω, γκρεμίζω 2) (стерпеть) υπομένω, υποφέρω* * *1) ( разрушить) κατεδαφίζω, γκρεμίζω2) ( стерпеть) υπομένω, υποφέρω -
4 сносить
сносить Iнесов1. (относить) πηγαίνω (μετ.), κομίζω/ κατεβάζω (вниз)·2. (в одно место) βάζω·3. (ветром, течением) παρασύρω·4. (разрушать) κατεδαφίζω, γκρεμίζω:\сносить старый дом κατεδαφίζω (или γκρεμίζω) τό παληό σπίτι.сносить IIнесов (терпеть, выдерживать) ὑποφέρω, ὑπομένω:молча \сносить обиду ὑπομένω σιωπηρά τήν προσβολή.сносить IIIсов:ему́ не \сносить головы θά φάει τό κεφάλι του. -
5 рушить
-шу, -шишьρ.δ.μ.1. κατεδαφίζω, γκρεμίζω, χαλνώ•рушить дом κατεδαφίζω το σπίτι•, рушить стены γκρεμίζω τους τοίχους.
|| μτφ. εξαρθρώνω, σπαραλιάζω.2. μτφ. παραβιάζω, παραβαίνω, αθετώ•рушить обычаи παραβαίνω τα έθιμα.
3. ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω.1. κατεδαφίζομαι, καταρρέω, πέφτω•здание -лось το κτίριο κατέρρευσε.
2. μτφ. βλ. рухнуть (2 σημ.). -
6 разваливать
1. (ломать, разрушать) γκρεμίζω, κατεδαφίζω, σωριάζω 2. (приводить в упадок) διαλύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разваливать
-
7 разломать
1. см. сломать 2 (разрушить, развалить) γκρεμίζω, κατεδαφίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разломать
-
8 рушить
1. (ломать) γκρεμίζω, κατακρη-μνίζω, (обрушивать) κατεδαφίζω, (портить) καταστρέφω 2. (зерно) ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рушить
-
9 сносить
(ломать, разрушать) κατεδαφίζω, γκρεμίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сносить
-
10 земля
земл||яж1. (планета) ἡ γή·2. (суша) ἡ ξηρά, ἡ στεριά·3. (почва) τό Εδαφος, τό χώμα, ἡ γῆ:плодородная \земля τό εὐφορο ἐδαφος, τά ἐϋφορα χώματα· целинные земли τά χέρσα ἐδάφη·4. (страна) ἡ γή, ἡ χώρα· ◊ сровнять с \земляей κατεδαφίζω, ἰσοπεδώνω· между иебом и \земляей μετέωρος· \земля обетованная ἡ γῆ τής ἐπαγγελίας. -
11 ломать
ломатьнесов1. σπάνω, σπάζω, τσακίζω, θραύω / γκρεμίζω, κατεδαφίζω (дом, стену)·2. перен συντρίβω, σπάζω:\ломать» характер ἀλλάζω τόν χαρακτήρα· \ломать свою жизнь καταστρέφω τήν ζωή μου· ◊ \ломать» себе голову σπάζω τό κεφάλι μου, σπα-ζοκεφαλιάζω. -
12 основание
основан||иес1. (действие) ἡ θεμελίωση[-ις]. ἡ ϊδρυση [-ις]:\основание университета ἡ ίδρυση Πανεπιστημίου·2. (фундамент) ἡ βάση, τό θεμέλιο[ν], τό κρηπίδωμα:у \основаниеия памятника στή βάση τοῦ μνημείου· \основание горы οἱ πρόποδες ὀρους, τό ριζοβούνι· разрушать до \основаниеия κατεδαφίζω ἐκ θεμελίων, γκρεμίζω συθέμελα·3. (причина, мотив) ἡ βάση [-ις], ὁ λόγος, ἡ αίτία, ἡ αίτιολογία, ἡ ἀφορμή:законное \основание ἡ νόμιμος αίτια· на каком \основаниеии? μέ ποιά δικαιολογία;· требовать на законном \основаниеии ἀπαιτῶ ἐπί τῆ βάσει τοῦ νόμου· иметь полное \основание предполагать ἔχω κάθε λόγο νά„ύποθέτω· без \основаниеия ^ωρίς αἰτία, ἀδικαιολόγητα, ἀβασίμως· не без \основаниеия ὄχι χωρίς λόγο, δικαιολογημένα [-ως]·4. хим., мат ἡ βάση [-ις], -
13 разбирать
разбир||атьнесов1. (расхватывать) ἀρπάζω:\разбирать товар ἀρπάζω τό ἐμπόρευμα·2. (приводить в порядок, рассортировывать) τακτοποιώ:\разбирать бумаги τακτοποιώ τά χαρτιά· 3, (на части) διαλύω, ξεμον-τάρω (о механизме)! κατεδαφίζω, ρίχνω, γκρεμίζω (о доме, стене)·4. (расследовать дело, вопрос и т. п.) ἐξετάζω, μελετώ/ συζητώ (в суде)·5. (распутывать) ξεμπλέκω, ξεκαθαρίζω/ ξεμπερδεύω (ссору)·6. (подпись, почерк) βγάζω (τά γράμματα), διαβάζω·7. (понимать) καταλαβαίνω, ἐννοώ·8. (охватывать \разбирать о чувствах) πιάνω, καταλαμβάνω:меня \разбиратьает сомнение μοῦ μπαίνει ἀμφιβολία· его́ \разбиратьает смех τόν πιάνουν τά γέλια· ◊ \разбирать предложение грам. ἀναλύω τήν πρόταση. -
14 разваливать
разваливатьнесов1. γκρεμίζω, κατεδαφίζὠ2. черен. χαλ(ν)ω/ καταστρέφω (разрушать). -
15 разламывать
разламыватьнесов σπάνω (,игт.), θραύω, συντρίβω/ γκρεμίζω 0*ет.), κατεδαφίζω (постройку и т. п.):\разламывать на куски κάνω κομμάτια, κομματιάζω \разламываться (болеть) разг:у меня спина́ разламывается κόπηκε ἡ μέση μου, πιάστηκε ἡ πλατη μου. -
16 разрушать
разрушатьнесов1. καταστρέφω, γκρεμίζω, χαλώ, χαλνώ/ κατεδαφίζω (здание):\разрушать мост χαλ(ν)ώ (или γκρεμίζω) τή γέφυρα·2. перен καταστρέφω, ρημάζω, ἀφανίζω:\разрушать экономику καταστρέφω τήν οἰκονομία· \разрушать замыслы, планы χαλώ τά σχέδια κάποιου· \разрушать здоровье καταστρέφω τήν ὑγεία· \разрушать до основания прям., перен γκρεμίζω ὁλότελα, ρημάζω. -
17 срывать
срыва||ть Iнесов1. ἀποσπῶ, ξεριζώνω, ἐκριζώ/ παίρνω (о ветре):·\срывать· цветы δρέπω ἄνθη· \срывать маску с кого́-л. перен ἀφαιρώ τό προσωπεῖο[ν] ἀπό κάποιον2. (гнев, раздражение и т. п.) ξεσπώ:\срывать злобу на ко́м-л. ξεσπώ τό θυμό μου, βγάζω τό ἄχτι μου πάνω σέ κάποιον3. (план, переговоры и т. п.) χαλνώ, ἀνατρέπω, ματαιώνω· ◊ \срывать аплодисменты ἀποσπώ χειροκροτήματα· \срывать банк κερδίζω ὅλα τά χρήματα τής μπάγκας.срывать IIнесов κατεδαφίζω, γκρεμίζω:\срывать до основания γκρεμίζω ὁλότελα. -
18 demolish
[di'moliʃ](to pull or tear down: They're demolishing the old buildings in the centre of town.) κατεδαφίζω -
19 pull down
(to destroy or demolish (buildings).) κατεδαφίζω -
20 громить
-млго, -мишьρ.δ.μ.γκρεμίζω, καταστρέφω, χαλνώ, κατεδαφίζω. || κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος• κατατροπώνω. || μτφ. κατακεραυνώνω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κατεδαφίζω — dash to earth pres subj act 1st sg κατεδαφίζω dash to earth pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεδαφίζω — κατεδαφίζω, κατεδάφισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατεδαφίζω — (AM κατεδαφίζω) 1. ρίχνω κάτι στο έδαφος, γκρεμίζω, κάνω κατεδάφιση, χαλώ («κατεδάφισαν το παλιό σπίτι τους») 2. μτφ. καταστρέφω, δεν αφήνω τίποτε όρθιο, στη θέση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐδαφίζω «ισοπεδώνω»] … Dictionary of Greek
κατεδαφίζω — κατεδάφισα, κατεδαφίστηκα, κατεδαφισμένος, γκρεμίζω, χαλάω: Κατεδάφισε το παλιό σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατεδαφίσαι — κατεδαφίζω dash to earth aor inf act κατεδαφίσαῑ , κατεδαφίζω dash to earth aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεδαφώ — κατεδαφῶ, έω (Μ) κατεδαφίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατεδαφίζω, κατά τα ρ. σε έω / ῶ από τον αόρ. ισα που συνέπιπτε φωνητικά με τον ησα τών ρ. σε έω] … Dictionary of Greek
ακατεδάφιστος — η, ο [κατεδαφίζω] όποιος δεν έχει κατεδαφιστεί, δεν έχει γκρεμιστεί ή όποιος δεν μπορεί να κατεδαφιστεί … Dictionary of Greek
ανασκάπτω — (AM ἀνασκάπτω) 1. σκάβω εκ νέου, σκάβω σε βάθος 2. ξεριζώνω, ξεχώνω 3. (στη γλώσσα τής Αρχαιολογίας) σκάβω αναζητώντας ευρήματα 4. κατεδαφίζω, καταστρέφω ολοκληρωτικά … Dictionary of Greek
διαιρώ — (AM διαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. χωρίζω σε μέρη, κατατέμνω, μερίζω 2. εκτελώ την πράξη τής διαίρεσης 3. διχάζω, προκαλώ διχόνοια, διασπώ την ενότητα («διαίρει και βασίλευε» φρόντιζε να σπέρνεις τη διχόνοια ανάμεσα στους εχθρούς σου, ώστε να κυβερνάς… … Dictionary of Greek
διεδαφίζω — (Μ) [εδαφίζω] κατεδαφίζω εντελώς … Dictionary of Greek
εδαφίζω — (AM ἐδαφίζω) [έδαφος] ισοπεδώνω, εξομαλύνω έδαφος ή δάπεδο μσν. κατεδαφίζω, γκρεμίζω … Dictionary of Greek