Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κατεδαφίζω

  • 21 ломать

    ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ломанный, βρ: -ман, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. σπάζω, τσακίζω, θραύω θλω•

    ломать камни σπάζω πέτρες•

    ветер ломает деревья ο άνεμος σπάζει τα δέντρα.

    || κατεδαφίζω, γκρεμίζω•

    ломать старый дом γκρεμίζω το παλαιό σπίτι, αχρηστεύω, χαλνώ•

    ломать игрушки σπάζω τα παιγνίδια.

    2. (απλ.) σακατεύω, τσακίζω.
    3. συντρίβω, θρυμματίζω•

    -каменную соль θρυμματίζω το ορυκτό αλάτι.

    4. μτφ. αποβάλλω, απορρίπτω, δεν παραδέχομαι•

    ломать старые обычаи αποβάλλω τις παλαιές συνήθειες.

    || αλλάζω, μεταβάλλω απότομα•

    ломать характер αλλάζω απότομα το χαρακτήρα•

    ломать мысли у людей αλλάζω τις σκέψεις των ανθρώπων.

    || καταστρέφω, χαλνώ• χειροτερεύω•

    ломать карьеру χαλνώ την καριέρα•

    он нашу жизнь -ет αυτός μας χειροτερεύει τη ζωή μας.

    5. μτφ. (για ομιλία, γλώσσα) κακοπροφέρω, μιλώ άσχημα, σκοτώνω.
    6. (για ασθένειες) κόβω, σφάζω, πονώ•

    меня всего -ет με σφάζει όλο το κορμί•

    -ет, должно быть, изменится погода πονώ, θα έχομε αλλαγή του «αιρού.

    7. (απλ.) ζεθεώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι.
    εκφρ.
    - голову над чем – σπάζω (βασανίζω) το κεφάλι μου για κάτι•
    ломать горб ή спину – ξεπατώνω στη δουλειά•
    ломать копья – συζητώ ζωηρά, έντονα, υποστηρίζω εκίρονα•
    ломать руки ή пальцы – στηθοκοπιέμαι, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι•
    ломать ряды ή строй – χαλνώ (παραβιάζω) τη γραμμή, τη σειρά•
    ломать шапку перед кем – υποκλίνομαι, χαμερπώς.
    1. σπάζω, θραύομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. лёд -ется ο πάγος σπάζει.
    2. αλλάζω•

    голос -ется η φωνή αλλάζει.

    3. καπριτσώνω, πεισματώνω. || κάνω καμώματα, νάζια, ακκίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ломать

  • 22 обрушить

    -шу, -шишь
    ρ.σ.μ.
    1. γκρεμίζω, κατακρημνίζω, καραρρίπτω, κατεδαφίζω.
    2. μτφ. καταφέρω, επιφέρω, επιρρίπτω, ρίχνω, χύνω•

    обрушить удар на врага καταφέρω χτύπημα (πλήγμα) κατά του εχθρού•

    обрушить угрозы на кого εκτοξεύω απειλές κατά κάποιου•

    обрушить огонь на неприятеля ρίχνω καταιγιστικά πυρά στον εχθρό•

    желчь χύνω χολή (πίκρα, κακία).

    3. ξεφλουδίζω, μεταβάλλω σε άλφιτο (χόνδρους).
    1. γκρεμίζομαι, καταρρέω, πέφτω•

    кровля обрушилась η στέγη κατέρρευσε•

    свод -лся ο θόλος έπεσε.

    2. επιπίπτω, ρίχνομαι.
    3. μτφ. επιτίθεμαι, πέφτω•

    обрушить на врага επιτίθεμαι στον εχθρό•

    обрушить с угрозами на кого επιτίθεμαι με απειλές κατά κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > обрушить

  • 23 проломать

    ρ.σ.
    σπάζω, ρίχνω, γκρεμίζω, κατεδαφίζω καθώς και για ένα χρον. διάστημα•

    целый день он -ал стену αυτός όλη τη μέρα γκρέμιζε τον τοίχο.

    βλ. проломиться.

    Большой русско-греческий словарь > проломать

  • 24 развалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταρρίπτω• σωριάζω. || γκρεμίζω, κατεδαφίζω.
    2. μτφ. αποσυνθέτω, διαλύω, εξαρθρώνω, χαρβαλιάζω, σπαραλιάζω•

    развалить налаженную работу σπαραλιάζω τη ρεγουλαρισμένη δουλειά•

    развалить хозяйство σπαραλιάζω το νοικοκυριό.

    1. πέφτω, σωριάζομαι. || καταρρέω, γκρεμίζομαι, κατεδαφίζομαι. || χαλνώ, φθείρομαι, καταστρέφομαι (για ενδύματα, υποδήματα).
    2. μτφ. αποσυντίθεμαι, διαλύομαι, εξαρθρώνομαι, χαρ-βαλιάζω.
    3. ξαπλώνω φαρδύς-μακρύς, το πιάνω ξαπλωταριά.

    Большой русско-греческий словарь > развалить

  • 25 разломать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разломанный, βρ: -ман, -а, -о
    κατασπάζω, κατατσακίζω, καταθραύω. || γκρεμίζω, κατεδαφίζω.
    καταθραύομαι, κατατσακίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > разломать

  • 26 разметать

    ρ.δ.μ.
    βλ. размести.
    σαρώνομαι, σκουπίζομαι• καθαρίζομαι.
    -мечу, -мечешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размтанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βλ. разбросать, раскидать. || γκρεμίζω, χαλνώ• κατεδαφίζω.
    2. ανοίγω, απλώνω, τεντώνω (χέρια, πόδια). || ρίχνω, αφήνω να πέσει άτακτα.
    3. μτφ. διώχνω, ξεκουμπίζω, στέλνωστο διάβολο.
    1. ανοίγομαι, απλώνομαι, τεντώνομαι.
    2. τοποθετούμαι• έγκειμαι• εκτείνομαι, απλώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разметать

  • 27 снести

    ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω•

    снести мешок в по д-вал κατεβάζω το τσουβάλι στο υπόγειο.

    2. κομίζω, φέρω, πηγαίνω•

    снести письмо на почоу πηγαίνω το γράμμα στο ταχυδρομείο.

    3. μεταφέρω, κουβαλώ.
    4. (για νερό, άνεμο)• παρασύρω. || (απο)κόβω.
    5. καταστρέφω, χαλνώ, κατεδαφίζω, γκρεμίζω.
    6. μεταφέρω, γράφω παρακάτω• υποσημαίνω.
    7. (χαρτπ.) πετώ το χαρτί (που δε χρειάζεται).
    8. υπομένω, υποφέρω, αντέχω, βαστώ, κρατώ.

    Большой русско-греческий словарь > снести

  • 28 срыть

    ρ.σ.μ. σκάβω• ισοπεδώνω. || κατεδαφίζω, γκρεμίζω.

    Большой русско-греческий словарь > срыть

  • 29 raze

    1) ισοπεδώνω
    2) κατεδαφίζω

    English-Greek new dictionary > raze

См. также в других словарях:

  • κατεδαφίζω — dash to earth pres subj act 1st sg κατεδαφίζω dash to earth pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεδαφίζω — κατεδαφίζω, κατεδάφισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κατεδαφίζω — (AM κατεδαφίζω) 1. ρίχνω κάτι στο έδαφος, γκρεμίζω, κάνω κατεδάφιση, χαλώ («κατεδάφισαν το παλιό σπίτι τους») 2. μτφ. καταστρέφω, δεν αφήνω τίποτε όρθιο, στη θέση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐδαφίζω «ισοπεδώνω»] …   Dictionary of Greek

  • κατεδαφίζω — κατεδάφισα, κατεδαφίστηκα, κατεδαφισμένος, γκρεμίζω, χαλάω: Κατεδάφισε το παλιό σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατεδαφίσαι — κατεδαφίζω dash to earth aor inf act κατεδαφίσαῑ , κατεδαφίζω dash to earth aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεδαφώ — κατεδαφῶ, έω (Μ) κατεδαφίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατεδαφίζω, κατά τα ρ. σε έω / ῶ από τον αόρ. ισα που συνέπιπτε φωνητικά με τον ησα τών ρ. σε έω] …   Dictionary of Greek

  • ακατεδάφιστος — η, ο [κατεδαφίζω] όποιος δεν έχει κατεδαφιστεί, δεν έχει γκρεμιστεί ή όποιος δεν μπορεί να κατεδαφιστεί …   Dictionary of Greek

  • ανασκάπτω — (AM ἀνασκάπτω) 1. σκάβω εκ νέου, σκάβω σε βάθος 2. ξεριζώνω, ξεχώνω 3. (στη γλώσσα τής Αρχαιολογίας) σκάβω αναζητώντας ευρήματα 4. κατεδαφίζω, καταστρέφω ολοκληρωτικά …   Dictionary of Greek

  • διαιρώ — (AM διαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. χωρίζω σε μέρη, κατατέμνω, μερίζω 2. εκτελώ την πράξη τής διαίρεσης 3. διχάζω, προκαλώ διχόνοια, διασπώ την ενότητα («διαίρει και βασίλευε» φρόντιζε να σπέρνεις τη διχόνοια ανάμεσα στους εχθρούς σου, ώστε να κυβερνάς… …   Dictionary of Greek

  • διεδαφίζω — (Μ) [εδαφίζω] κατεδαφίζω εντελώς …   Dictionary of Greek

  • εδαφίζω — (AM ἐδαφίζω) [έδαφος] ισοπεδώνω, εξομαλύνω έδαφος ή δάπεδο μσν. κατεδαφίζω, γκρεμίζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»