-
1 καταψηφιζομαι
1) голосовать за осуждениеκ. τινος Plat. — выносить обвинительный приговор кому-л.;
κ. τινος θάνατον Lys. — приговаривать кого-л. к смертной казни;καταψηφισθῆναι θανάτου Plat. — быть приговоренным к смерти2) объявлять виновнымκ. κλοπέν τοῦ Περικλέους Plat. — признать Перикла виновным в краже
3) ( о приговоре) выноситься, объявляться4) выносить решение, решать Arst. -
2 ψηφιζω
1) считать, высчитывать, исчислять(Polyb., Anth.; ἀριθμόν τινος NT.)
τοῖς δακτύλοις ψ. Plut. — считать по пальцам2) преимущ. med. подавать голос (камешком), голосоватьψ. δίκην κατά τινος Soph. — голосовать (выносить) приговор кому-л.;
τὸ ψήφισμα ἐψηφίσθη Lys. — было вынесено постановление;τὰ ψηφισθέντα πλοῖα Xen. и αἱ ψηφισμέναι νῆες Aeschin. — установленный голосованием флот;ἐψηφισμένος θανεῖν Eur. — приговоренный к смерти;εἰς τέν ὑδρίαν ψηφίζεσθαι Xen. — опускать свой камешек в урну;ψηφίζεσθαί τινι Dem. — голосовать за кого-л.;3) med. решать путем подачи голосов, постановлять голосованием(πόλεμον Thuc.; σπονδὰς ποιεῖσθαι Arph.)
ψηφίσασθαί τινι τὸ διαδίκασμα Lys. — присудить кому-л. предмет спора;ψηφίσασθαί τινά τινα Plut. — большинством голосов объявить кого-л. кем-л.;ἐναντία ψηφίσασθαι Plat. — голосовать против;τοιούτου γνώματος κοινωνὸς ὢν ψηφίζομαί τι δρᾶν Aesch. — я присоединяюсь к общему мнению, что надо как-то действовать;μένειν ἐψηφίζετο Her. — (Леонид) провел решение о том, чтобы остаться
См. также в других словарях:
ψηφίζω — ΝΜΑ [ψήφος] νεοελλ. εκλέγω, αναδεικνύω κάποιον, στα πλαίσια εκλογικής αναμέτρησης (α. «τόν ψήφισαν και πάλι δήμαρχο» β. «ο λαός ψήφισε τους συντηρητικούς») νεοελλ. αρχ. (στην αρχ. το μέσ. ψηφίζομαι) 1. (γενικά) εκφράζω τη γνώμη μου με την ψήφο… … Dictionary of Greek
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek
αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… … Dictionary of Greek