-
1 συγ-κατα-ψηφίζομαι
συγ-κατα-ψηφίζομαι, mit oder zugleich durch seine Stimme verurtheilen, Plut. Them. 21.
-
2 συγκαταψηφίζομαι
-
3 ψηφίζω
ψηφίζω, mit Steinchen, Rechenpfennigen zählen, rechnen, berechnen, Pol. 5, 26, 13 u. a. Sp.; auch τοῖς δακτύλοις, Plut. conj. praec. p. 418. – Gew. med., seine Stimme durch ein Steinchen abgeben, welches man in die Stimmurne wirst, ψηφίζεσϑαι εἰς ὑδρίαν Xen. Hell. 1, 7,9; gew. absolut, abstimmen, u. durch Stimmenmehrheit beschließen, ἐψηφισμένοι εἰσί Dem. 2, 11, erwählen u. vgl.; ψηφίζεσϑαί τινι, für Einen, zu Jemandes Gunsten stimmen, 21, 188. 24, 35; δίκην ψηφ., einen Rechtshandel durch Abstimmen entscheiden, Is. u. A.; ἐναντία ἐψηφισάμην Plat. Apol. 32 b, wie Conv. 177 d; Μιλτιάδην εἰς τὸ βάραϑρον ἐμβαλεῖν ἐψηφίσαντο Gorg. 516 e, τινὶ τὸν πλοῦν Thuc. 4, 29, vgl. 6, 25; Xen. u. Folgde; ἀφελέσϑαι τὸν κλῆρον, ὃν ὑμεῖς αὐτῇ ἐψηφίσασϑε, den ihr zugesprochen habt, Dem. 43, 6. – Auch = bei sich beschließen, nach eigener Erwägung einen Entschluß fassen, Her. 7, 207; ψηφίζομαί τι δρᾶν Aesch. Ag. 1326; – Soph. Ai. 449 braucht auch das act. ψηψίζειν κατά τινος = gegen Einen entscheiden, ihn verurtheilen. – Pass. verurtheilt werden, sein, νόμοισι ἐψηφισμένους ϑανεῖν Eur. Heracl. 142; τὸ ψήφισμα ἐψηφίσϑη Lys. 13, 29; vgl. Thuc. 6, 8.
См. также в других словарях:
ψηφίζω — ΝΜΑ [ψήφος] νεοελλ. εκλέγω, αναδεικνύω κάποιον, στα πλαίσια εκλογικής αναμέτρησης (α. «τόν ψήφισαν και πάλι δήμαρχο» β. «ο λαός ψήφισε τους συντηρητικούς») νεοελλ. αρχ. (στην αρχ. το μέσ. ψηφίζομαι) 1. (γενικά) εκφράζω τη γνώμη μου με την ψήφο… … Dictionary of Greek
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek
αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… … Dictionary of Greek