Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατα-φεύγω

  • 1 καταφευγω

        1) убегать, бежать
        2) убегать, искать убежища
        

    (ἐς τὸ ἱρόν, ἐπὴ Διὸς βωμόν Her.; βωμόν Eur.; ἐς τὸν Πειραιᾶ Xen.; εἰς τὸ τεῖχος Plat.)

        3) прибегать, обращаться
        

    (πρὸς θεῶν εὐχάς, εἰς τοὺς λόγους, ἐπὴ τὰς μηχανάς Plat.; ἐπὴ τὸν δικαστήν Arst.; εἰς ἀλλοτρίαν πίστιν Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > καταφευγω

  • 2 διαφευγω

        (fut. διαφεύξομαι, aor. 2 διέφυγον)
        1) убегать
        

    (ἔκ τινος Thuc. и ἀπό τινος Arst.)

        2) ускользать, избегать
        

    (τινά Eur., Her. и τι Her., Plat., Arst., Plut.)

        ἐκ κινδύνων διαπεφευγότες εἰς ἀγαθά Plat. — избежавшие опасностей и достигшие благ:
        τὰ χρέα δ. Arph. — уклоняться от уплаты долгов:
        εἰ διαφύγοιεν Thuc. — если им удавалось спастись;
        πολλά με διαπέφευγεν ὧν διενοήθην Isocr. — много из того, что я имел в виду (сказать), забыто мною;
        κατὰ τοῦτο διέφυγεν ἡμᾶς ὅ λόγος Plat. — здесь нас покинули доводы, т.е. к этому нас вынудил ход доказательства

    Древнегреческо-русский словарь > διαφευγω

  • 3 βήματα

    είναι измерять шагами;
    δυό (μερικά) βήματα παρακάτω (или παραπέρα, πιο πέρα) в двух (в нескольких) шагах, несколько дальше;

    βήματα προς βήματα — а) шаг за шагом, постепенно; — б ) га каждым шагом; — в) слепо;

    τον παρακολουθώ βήματα προς βήματα — следить за каждым шагом кого-л.;

    ούτε βήματα — ни на шаг, ни шагу;

    δεν κάνει ούτε βήματα απ' το σπίτι — он из дома ни на шаг, ни шагу;

    δεν φεύγω (απομακρύνομαι) ούτε βήματα από κάποιον, από κάτι — ни на шаг не отступать (не отходить) от кого-л, чего-л.;

    δεν μπορείς να κάνεις ούτε βήματα χωρίς να... — шагу ступить нельзя без того, чтобы..;

    μην κάνεις βήματα — стой на месте;

    πάρε βήματα — шагай в ногу;

    άλλαξε το βήματα σου — меняй ногу;

    ούτε βήματα πίσω! — ни шагу назад!;

    2) шаг, поступь; походка;

    σταθερό βήματα — твёрдая поступь;

    τό βήματα της χήνας — гусиный шаг;

    τό βήματα παρελάσεως — церемониальный марш;

    από μακρυά σε γνώρισα απ' το βήματα σου — я узнал тебя издалека по походке;

    3) па (в танце);
    4) трибуна, кафедра; 5) церк.:

    (αγιον) βήματα — алтарь;

    6) тех шаг (резьбы);
    ход (винта);

    § πάω βήματα - βήματα — идти не спеша, очень медленно, тихо;

    τον ακολουθώ κατά βήματα — а) слепо подражать (кому-л.);

    б) следить за каждым шагом, движением (кого-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βήματα

См. также в других словарях:

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

  • φέβομαι — Α (ποιητ. τ.) τρέπομαι σε φυγή, φεύγω φοβισμένος («μένον ἔμπεδον οὐδ ἐφέβοντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. ρ. το οποίο απαντά μόνο στον ενεστ. και στον παρατατικό, ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhēgw «φεύγω μακριά από κάτι» και… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • φυγγάνω — Α (ποιητ. τ.) φεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φυγ γ άνω έχει σχηματιστεί από το θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω* με έρρινο επένθημα (με αντίστροφο αναλογικό σχηματισμό κατά τα ζεύγη πυ ν θάνομαι: ἔπυθον, λι μ πάνω: ἔλιπον, όπου το έρρινο ένθημα… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»