Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σταθερό

  • 1 σταθερός

    η, ό [ά, όν ]
    1) прочный, устойчивый; стабильный, твёрдый;

    σταθερός καιρός — устойчивая погода;

    γιά σταθερή είρήνη — за прочный мир;

    σταθερό νόμισμα — устойчивая валюта;

    2) перен. твёрдый; стойкий;

    σταθερό βήμα — твёрдый шаг;

    σταθερή θέληση — твёрдая воля;

    σταθερές τιμές — стабильные, твёрдые цены;

    3) последовательный (в чём-л.); приверженный (чему-л.);

    σταθερός στίς αρχές του — принципиальный;

    είμαι σταθερός στο λόγο μου — держать своё слово, быть последовательным;

    4) постоянный; неизменный;

    σταθερός χαρακτήρας — постоянный характер;

    σταθερό φαινόμενο — постоян-

    ное явление;

    σταθερή ποσότητα — мат, постоянная величина1;

    5) перманентный;
    6) хим. малоактивный

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σταθερός

  • 2 βήματα

    είναι измерять шагами;
    δυό (μερικά) βήματα παρακάτω (или παραπέρα, πιο πέρα) в двух (в нескольких) шагах, несколько дальше;

    βήματα προς βήματα — а) шаг за шагом, постепенно; — б ) га каждым шагом; — в) слепо;

    τον παρακολουθώ βήματα προς βήματα — следить за каждым шагом кого-л.;

    ούτε βήματα — ни на шаг, ни шагу;

    δεν κάνει ούτε βήματα απ' το σπίτι — он из дома ни на шаг, ни шагу;

    δεν φεύγω (απομακρύνομαι) ούτε βήματα από κάποιον, από κάτι — ни на шаг не отступать (не отходить) от кого-л, чего-л.;

    δεν μπορείς να κάνεις ούτε βήματα χωρίς να... — шагу ступить нельзя без того, чтобы..;

    μην κάνεις βήματα — стой на месте;

    πάρε βήματα — шагай в ногу;

    άλλαξε το βήματα σου — меняй ногу;

    ούτε βήματα πίσω! — ни шагу назад!;

    2) шаг, поступь; походка;

    σταθερό βήματα — твёрдая поступь;

    τό βήματα της χήνας — гусиный шаг;

    τό βήματα παρελάσεως — церемониальный марш;

    από μακρυά σε γνώρισα απ' το βήματα σου — я узнал тебя издалека по походке;

    3) па (в танце);
    4) трибуна, кафедра; 5) церк.:

    (αγιον) βήματα — алтарь;

    6) тех шаг (резьбы);
    ход (винта);

    § πάω βήματα - βήματα — идти не спеша, очень медленно, тихо;

    τον ακολουθώ κατά βήματα — а) слепо подражать (кому-л.);

    б) следить за каждым шагом, движением (кого-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βήματα

  • 3 βλέμμα

    το взгляд, взор;

    άγριο (γλυκύ) βλέμμα — суровый (ласковый) взгляд;

    οξύ βλέμμα — острый взгляд;

    επίμονο ( — или σταθερό, προσηλωμένο) βλέμμα — пристальный взгляд;

    πλάγιο βλέμμα — косой взгляд;

    ρίχνω ενα βλέμμα — бросить взгляд, взглянуть;

    προσηλώνω το βλέμμα μου — вперить взор, пристально посмотреть;

    ατενίζω ( — или καρφώνω) το βλέμμα — устремить взгляд;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βλέμμα

  • 4 κεφάλαιο(ν)

    τό
    1) прям., перен. капитал;

    ιδιωτικό (πιστωτικό, χρηματιστικό) κεφάλαιο(ν) — частный (ссудный, финансовый) капитал;

    τραπεζικό ( — или τραπεζιτικό) κεφάλαιο(ν) — банковский капитал;

    ξένο κεφάλαιο(ν) — иностранный капитал;

    σταθερό (μεταβλητό) κεφάλαιο(ν) — постоянный (переменный) капитал;

    πάγιο (κυκλοφοριακό) κεφάλαιο(ν) — основной (оборотный) капитал;

    πολιτικό κεφάλαιο(ν) — политический капитал;

    νεκρό κεφάλαιο(ν) — мёртвый капитал;

    2) глава; раздел (учебника, книги, речи и т. п.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κεφάλαιο(ν)

  • 5 κεφάλαιο(ν)

    τό
    1) прям., перен. капитал;

    ιδιωτικό (πιστωτικό, χρηματιστικό) κεφάλαιο(ν) — частный (ссудный, финансовый) капитал;

    τραπεζικό ( — или τραπεζιτικό) κεφάλαιο(ν) — банковский капитал;

    ξένο κεφάλαιο(ν) — иностранный капитал;

    σταθερό (μεταβλητό) κεφάλαιο(ν) — постоянный (переменный) капитал;

    πάγιο (κυκλοφοριακό) κεφάλαιο(ν) — основной (оборотный) капитал;

    πολιτικό κεφάλαιο(ν) — политический капитал;

    νεκρό κεφάλαιο(ν) — мёртвый капитал;

    2) глава; раздел (учебника, книги, речи и т. п.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κεφάλαιο(ν)

См. также в других словарях:

  • δευτέριο — Σταθερό ισότοπο του υδρογόνου, που παριστάνεται με το σύμβολο D ή Η2. Το δ. έχει διπλάσια ατομική μάζα από το υδρογόνο, ενώ ο πυρήνας του (δευτόνιο ή δευτερόνιο) αποτελείται από ένα νετρόνιο και από ένα πρωτόνιο, σε αντίθεση με τον πυρήνα του… …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • κινηματική — Κλάδος της μηχανικής ο οποίος μελετά τις γεωμετρικές ιδιότητες της κίνησης των υλικών σημείων, αλλά και των στερεών σωμάτων. Τα θεμελιώδη μεγέθη της κ. είναι το μήκος και ο χρόνος. Τα υπόλοιπα μεγέθη (ταχύτητα, επιτάχυνση) προκύπτουν από τα… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… …   Dictionary of Greek

  • θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας …   Dictionary of Greek

  • κογχοειδής — (Μαθημ.). Χαρακτηρίζεται έτσι η καμπύλη που παράγεται κατά τον εξής τρόπο: έστω Γ μια τυχαία καμπύλη (του χώρου, γενικά) και ένα τυχαίο σημείο Ο. Έστω Ν ένα σημείο της Γ. Επάνω στην ευθεία ON παίρνουμε (NM) = μ (δοθέν μήκος). Τότε, καθώς το Ν… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • αμπερόμετρο — Όργανο απευθείας ανάγνωσης, για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, βαθμονομημένο σε αμπέρ και υποπολλαπλάσια του αμπέρ. Για μετρήσεις μεγάλης ευαισθησίας χρησιμοποιούνται τα γαλβανόμετρα. Για να κατατάξουμε τα α. μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • εναλλάκτης — Ηλεκτρική μηχανή που μετατρέπει, σύμφωνα με τις φυσικές αρχές του ηλεκτρομαγνητισμού, μηχανικό έργο σε ηλεκτρική ενέργεια και τη διανέμει με τη μορφή του εναλλασσόμενου ρεύματος. Η λειτουργία του βασίζεται στο φαινόμενο της δημιουργίας ηλεκτρικού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»