-
1 κατα-στάζω
κατα-στάζω (s. στάζω), herabträufeln, herabtriefen; Aesch. frg. 340; νόσῳ καταστάζοντα διαβόρῳ πόδα Soph. Phil. 7; ἱδρώς γέ τοί νιν πᾶν καταστάζει δέμας 812, Schweiß trieft ihm vom ganzen Leibe herab; φάλαρα ἀφρῷ καταστάζοντα Eur. Suppl. 587; ἵν' αἵματος ῥοαὶ τάφου καταστάζωσι Hel. 991; einzeln in Prosa, δάκρυα καταστάζοντα τὰ μὲν κατὰ τῶν πέπλων, τὰ δὲ καὶ ἐπὶ τοὺς πόδας Xen. Cyr. 6, 1, 2; – transit., herabträufeln lassen, δάκρυ Eur. Hec. 760, ἀφρὸν κατέσταζ' εὐ-τρίχου γενειάδος Herc. Fur. 634.
-
2 στάζω
Grammatical information: v.Meaning: `to let drip (in), to shed', intr. `to drip' (posthom.).Other forms: Aor. στάξαι (Il.), fut. στάξω (Pi. etc.), aor. pass. σταχθῆναι (Hp.), σταγῆναι (Dsc.), perf. pass. ἔστακται (Od.).Derivatives: 1. σταγ-ών, - όνος f. `drop' (trag., Hp., middl. com., hell. a. late) with - ονίας, - ονῖτις, - ονιαῖος (late); also στάγ-ες pl. (A. R. 4, 626); prob. backformation, cf. below. 2. - ετός m. `id.' (Aq.; like ὑετός a.o.). 3. - μα ( ἐπί- στάζω) n. `the dripping, the drop, aromatic oil' (A., Gal., pap. a. o.), ἐπι-, κατα-σταγμός m. `the nose-dripping, sniffing' (late medic.). 4. στάξις ( ἀπό-κατά- στάζω) f. `the dripping', esp. of blood from the nose (Hp., Gal.). 5. στακτός `dripping' (IA.), - τή f. `myrrh-oil' (Antiph., Plb. a.o.), - τά n. pl. `resins' (medic.); ἔνστακτον n. `the dripping in' (Gal.); στα\<κ\> τικόν πεμμάτιον πλακουντοειδές. ἄλλοι δε ἀγγεῖα διυλίζοντα Νειλῶον ὕδωρ H. 6. ἐπι-στάκτης m. `woolen thread for oil-dripping' (late medic.); στακτερία (leg. - τηρία) f. `bottle for myrrh-oil' (pap. VI -- VIIp). 7. στάγ-δην `drop by drop' (Hp., Aret.). 8. Στάζουσα f. source in Sicyon (Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 230).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The present στάζω can stand for *σταγ-ι̯ω and thus be a denominative of στάγ-ες. As however the relatively late ἅπ. λεγ. στάγ-ες is prob. a backformation from σταγ-όνες (Schwyzer 424) and the last relates to στάζω as τρυγών to primary τρύζω, στάζω too might be primary; to these came the other forms. -- The Latin and Celtic words compared give no indication for the prehistory of στάζω. Lat. stāgnum `through inundation arosen artificial water, sea, pool, pond' and OBret. staer `river, brook' (from * stag-rā) are rather far away because of the deviant meaning; semant. better connectable, but phonetically unclear is Welsh taen `conspersio' (IE * stagnā ?). WP. 2, 612, Pok. 1010, W.-Hofmann s. 1. stāgnum w. lit. Older lit. also in Bq.Page in Frisk: 2,774Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στάζω
-
3 στάζω
A , [dialect] Aeol. [ per.] 3pl.στάξοισι Pi.P.9.63
, [dialect] Dor. [ per.] 1pl.σταξεῦμες Theoc.18.46
: [tense] aor. , [dialect] Ep.στάξα Il.19.39
, Pi.N.10.82:—[voice] Pass., ([etym.] ἐν-) Dsc.2.179: [tense] aor. 1 ἐστάχθην ([etym.] ἐπ-) Hp.Ulc.21: [tense] aor. 2 ἐστάγην ([etym.] ἐπ-, ἐν-) Dsc.1.19, 2.35:I c. acc. rei, drop, let fall or shed drop by drop, [Θέτις] Πατρόκλῳ.. νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν Il.19.39
, cf. 348, 354;σπέρμα θνατὸν ματρὶ τεᾷ στάξεν Pi.N.10.81
;ἐξ ὀμμάτων σ. αἷμα A. Ch. 1058
;ἱδρῶτα σώματος ἄπο E.Ba. 620
(troch.), cf. Tr. 1199; (lyr.);ὕδωρ σ. πέτρα Id.Hipp. 122
(lyr.); esp. of tears,σ. δάκρυ Id.IA 1466
;ἀπ' ὀμμάτων ἔσταξα πηγάς Id.HF 1355
; and metaph.,κατ' ὀμμάτων σ. πόθον Id.Hipp. 526
(lyr.);μυριάδας χαρίτων AP5.12
(Phld.);ἵμερον ἐξ ὀμμάτων Callistr.Stat.14
.2 c. dat. rei, αἵματι στάζοντα χεῖρας having one's hands dripping with blood, A. Eu.42;κάρα στάζων ἱδρῶτι S.Aj.10
;ἀφρῷ γένειον E.IT 308
: also without acc., the part affected being in the nom., (anap.);χέρ' αἵματι στάζουσαν Id.Ba. 1163
(lyr.): rarely c. gen.,χεὶρ στάζει θυηλῆς εος S.El. 1423
.3 abs., leak,τῶν νεωρίων ἐπεσκευάσθαι τὰ στάζοντα Aen.Tact.11.3
.II fall in drops, drip, trickle, ὕδωρ ς. Hdt.6.74;στάζει.. φοίνιον τόδ'.. αἷμα S.Ph. 783
: metaph.,σ. δ' ἐν ὕπνῳ πρὸ καρδίας.. πόνος A.Ag. 179
(lyr.);ψόφος σ. δι' ὤτων E.Rh. 566
; (lyr.): c. gen., ὀπὸν στάζοντα τομῆς dripping from the cut, S.Fr. 534 (anap.);αἷμα ἐξ ἄκρου ἔσταζε κρατός E.Med. 1199
, etc.;σμικρὸν ἀπὸ ῥινῶν ἔσταξεν Hp.Epid.1.14
. -
4 στάζω
στάζω, fut. στάξω, 1) trans. träufeln, einflößen; Πατρόκλῳ νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν, Il. 19, 39; οἷ νέκταρ στάξον ἐνὶ στήϑεσσι, 348. 354; τόνδε σπέρμα ϑνατὸν ματρὶ τεᾷ στάξεν, Pind. N. 10, 82; κἀξ ὀμμάτων στάζουσιν αἷμα, Aesch. Ch. 1054; Soph. Phil. 772; ἃ καϑαμέριον στάζεις βότρυν, Eur. Phoen. 237; auch übertr., ἵμερον, χάριν, Jac. Philostr. imagg. p. 278; μέλι ὑπὸ χείλεσιν, M. Arg. 2 (V, 32); χρὼς στάζεν μυριάδας χαρίτων, Philodem. 18 (V, 13); vgl. Opp. Cyn. 3, 107; Ap. Rh. 1, 1215. – 2) intrans. tröpfeln, rinnen, fließen; Aesch. Ag. 172; στάζων ἱδρῶτι, Soph. Ai. 10, vgl. El. 1413; στάζων ἀφρῷ γένειον, Eur. I. T. 308, u. öfter; auch ἐν αἵματι στάζουσαν χέρα, Bacch. 1162; λειβόμενον ἀπὸ τῶν ὀστῶν καὶ στάζον, Plat. Tim. 82 d; auch τινός, z. B. Lycophr. 391; u. von trocknen Dingen, abfallen, z. B. von reifem Obste, καρπώματα στάζοντα κηρύσσει Κύπρις, Aesch. Suppl. 979; von Häusern, baufällig sein, Aen. Tact. 11.
-
5 καταστάζω
κατα-στάζω, herabträufeln, herabtriefen; ἱδρώς γέ τοί νιν πᾶν καταστάζει δέμας, Schweiß trieft ihm vom ganzen Leibe herab; transit., herabträufeln lassen -
6 κατασταζω
(fut. καταστάξω)1) струить, лить по каплям(ἀφρὸν κατέσταζ΄ εὐτρίχου γεναιάδος Eur.)
κ. δάκρυ τοῦ νεκροῦ Eur. — лить слезы над мертвецом2) капать, струиться, литься по каплям(τὰ δάκρυα καταστάζοντα κατὰ τῶν πέπλων Xen.; βωμός, οὗ καταστάζει φόνος Eur.)
νόσῳ καταστάζων διαβόρῳ πούς Soph. — нога, покрытая гноящимися язвами;φάλαρα ἀφρῷ καταστάζοντα Eur. — удила, с которых струится пена3) орошать, обливать(ἱδρὼς πᾶν καταστάζει δέμας Soph.)
-
7 накапать
-аю, -аешь κ. παλ. -шло, -плешьρ.σ.μ.ρίχνω κατά σταγόνες, στάζω. || λερώνω στάζοντας, λεκιάζω•накапать на платье чернил στάζω στο φόρεμα μελάνη•
- ло (απρόσ.) έσταξε.
-
8 κατεπαναστώμεν
κατά, ἐπί, ἀνά-στάζωdrop: fut ind act 1st plκατά-ἐπανίστημιset up again: aor subj act 1st pl (attic epic doric) -
9 κατεπαναστῶμεν
κατά, ἐπί, ἀνά-στάζωdrop: fut ind act 1st plκατά-ἐπανίστημιset up again: aor subj act 1st pl (attic epic doric) -
10 сочить
-чу, -чишьρ.δ.μ. βγάζω• χύνω κατά σταγόνες• σταλάζω•сочить слзы χύνω δάκρυα•
рана -чит кровь η πληγή ματώνει.
στάζω, σταλάζω•с лица -ится пот από το πρόσωπο στάζει ιδρώτας•
дерево -ится смолой το δέντρο βγάζει σταγόνες-σταγόνες ρετσίνι.
-
11 καταστάζω
A shed, drip,I of persons,1 c. acc. rei, let fall in drops upon, shed over,κ. δάκρυ τινός E.Hec. 760
; ; also of a garment,νώτου καταστάζοντα βύσσινον φάρος S.Fr.373.3
: c. acc. only, let fall in drops (sc. αἷμα), A. Fr. 327.2 c. dat. rei, run down with a thing, νόσῳ κ. πόδα to have one's foot running with a sore, S.Ph.7.II of the liquid,1 intr., drip, trickle down, βωμοῦ from the altar, E.IT72; ; δάκρυα κ. τὰ μὲν κατὰ τῶν πέπλων, τὰ δὲ ἐπὶ τοὺς πόδας (v.l. for στάζω) X.Cyr.5.1.5;αἷμα κ. εἰς τὴν γῆν Luc.VH1.17
; ὁ ἄκρατοςκ. πρὸς ἡμᾶς Id.Luct.19
.2 trans., bedew, wet, , cf. E.Hec. 241; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστάζω
-
12 σταγών
A drop, κροκοβαφὴς ς., of blood, A.Ag. 1122 (lyr.), cf. Ch. 400 (anap.); , cf. E.Ba. 767; ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σταγών, of water, Id.Supp.81 (lyr.);σ. ἀποπίπτουσιν Hp.Flat.8
; δίψιοι ς., of tears, A.Ch. 186, cf. Ag. 888; οἴνου χλωραὶ ς. E.Cyc.67 (lyr.); Λεσβία ς., of wine, Ephipp.29;τῆς.. ἀπὸ Λέσβου.. σταγόνος Antiph.174.5
;σ. σπονδῖτις AP6.190
(Gaet.); σ. μαζῶν, of milk, ib.7.552 (Agath.);σ. πίσσης Str.16.2.44
; σ. τοῦ κόσμου, the sea, M.Ant.6.36; with dew-drops,IG
14.1942; σταγόσι κατέστικται is covered with spots, bespeckled, Ael. NA12.24; κατὰ σταγόνα drop by drop, S.E.M.7.90 (irreg. nom. pl. στάγες as if from στάξ, A.R.4.626). -
13 ἱδρώς
ἱδρ-ώς (v. fin.), ῶτος, ὁ, and [dialect] Aeol. ἡ, Sapph.2.13; dat. ἱδρῶτι, acc. ἱδρῶτα; Hom. has dat. ἱδρῷ (not ἱδρῶ as Choerob. in Theod.1.248) Il.17.385, 745; acc.Aἱδρῶ 11.621
,22.2, cf. A.R.2.87, 4.656: ([etym.] ἶδος):— sweat, Hom.(v. infr.), etc.;μετὰ ἱδρῶτος Pl.R. 350d
;κατὰ δ' ἱ. ἔρρεεν ἐκ μελέων Od.11.599
;ἱ. ἀνῄει χρωτί S.Tr. 767
; στάζειν ἱδρῶτι (v. στάζω); ῥέεσθαι ἱδρῶτι Plu.Cor.3
; of sweat as the sign of toil, ;ἱδρῶτα παρέχειν X.Cyr.2.1.29
: pl., Hp.Aph.4.36, Arist.Pr. 867a13, etc.; ἱδρῶτες ξηροί, opp. the effect of baths, Pl.Phdr. 239c.2 exudation of trees, gum, resin, ; δρυός Ion Trag.40; Βρομιάδος ἱδρῶτα πηγῆς, of wine, Antiph.52.12.II metaph., anything earned by the sweat of one's brow,οὐ γὰρ τὸν ἐμὸν ἱδρῶτα.. ἐκβαλῶ Ar.Ec. 750
, cf. Chor.p.270 B. (pl.). [[pron. full] ῑ in [dialect] Ep. and Lyr.: [pron. full] ῐ in E.l.c.] (Cf. ἰδίω.)
См. также в других словарях:
στάζω — ΝΜΑ 1. χύνω κατά σταγόνες, αφήνω υγρό να πέσει σταγόνα σταγόνα (α. «τού έσταξα κολλύριο στα μάτια» β. «ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο», Ευρ. γ. «στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί», Ευρ. δ. «Πατρόκλω... νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω να… … Dictionary of Greek
κατεπαναστῶμεν — κατά , ἐπί , ἀνά στάζω drop fut ind act 1st pl κατά ἐπανίστημι set up again aor subj act 1st pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
σταγόνα — η / σταγών, όνος, ΝΜΑ 1. ελάχιστη ποσότητα υγρού ή ρευστού που κρέμεται και κατόπιν πέφτει προς τα κάτω ή επικάθεται σε μια επιφάνεια, στάλα (α. «χοντρές σταγόνες κυλούσαν στα μαγουλά του» β. «και αι ψυχαί τών ανόμων ως αίματος σταγόνες πέφτουν… … Dictionary of Greek
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek
ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… … Dictionary of Greek
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek
βλύζω — (AM) (για υγρά) 1. αναβλύζω, αναπηδώ 2. αναδίδω, βγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. gάlati «στάζω, σταλάζω», αρχ. άνω γερμ. quellan *αναβλύζω, πηγάζω, προεξέχω» και σχηματίζεται κατά τα φλύζω, κλύζω] … Dictionary of Greek
δακρύζω — (AM δακρύω, Μ και δακρύζω) 1. χύνω δάκρυα, αναβλύζουν δάκρυα από τα μάτια μου 2. (για τα μάτια) γεμίζω δάκρυα 3. (για φυτά) στάζω ρετσίνι ή κόμμι («το πεύκο δακρύζει ρετσίνι») νεοελλ. (για βρύση ή πήλινο δοχείο) βγάζω νερό σαν δάκρυ, σταγόνα,… … Dictionary of Greek
μυδώ — μυδῶ, άω (Α) 1. είμαι μούσκεμα, στάζω από την υγρασία («ούδ ἀνίεσαν φόνου μυδώσας σταγόνας», Σοφ.) 2. (για πτώματα) είμαι υγρός λόγω αποσυνθέσεως, λειώνω σαπίζοντας («μυδῶν τε σῶμα γυμνώσαντες εὖ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
παρενστάζω — Α αφήνω κάτι να στάξει επί πλέον ή κατά λάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐνστάζω «στάζω μέσα, σταλάζω»] … Dictionary of Greek