-
1 καταπλαστός
κατα-πλαστός, όν,A plastered over, φάρμακον καταπλαστόν, = κατάπλασμα, plaster, Ar.Pl. 717; opp. Χριστά and ποτά, v. Sch.ad loc.II metaph., affected, ἀπαμφιεῖ τὸ κ. σου ἡ μέθη your false assumptions, Men.339;κ. βαρύτης Plu.2.44a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπλαστός
-
2 πλάσσω
Grammatical information: v.Meaning: `to knead, to form, to mould, to shape (a soft mass); to think up, to imagine, to pretend' (Hes.).Other forms: Att. - ττω, fut. πλάσω, aor. πλάσ(σ)αι (Hes.), pass. πλασθῆναι, perf. πέπλασμαι (IA.), act. πέπλακα (hell.).Compounds: Very often w. prefix in diff. senses, e.g. κατα-πλάσσω `to spread, to besmear', ἐμ-πλάσσω `to smear, to stop up' (cf. bel.).Derivatives: Many derivv. Nom. actionis: 1. πλάσμα n. `forming, formation, fiction' (IA.) with - ματίας m. `fictional', - ματώδης `id.' (Arist.), - ματικός `id.' (S.E.); ἔμ-, ἐπί-, κατά-πλασμα n. `plaster' (medic.). 2. πλάσις ( ἀνά-πλάσσω, κατά-πλάσσω etc.) f. `forming, formation, figuration' (Hp., Arist.). 3. ἀνα-πλασμός m. `figuration' (Plu.), μετα-πλασ-μός m. `transformation' (gramm.) a.o. 4. κατα-πλαστύς f. `besmearing' (Hdt. 4, 175). Nom. agentis a. instr.: 5. πλάστης m. `former, moulder, maker' (Pl.), often in synthet. compp., e.g. κηρο-πλάστης m. `modeller in wax' (Pl.) with - έω (Hp.) etc.; f. πλάσ-τις (Ael.), - τειρα (Orph., APl.), - τρια ( Theol.Ar.). 6. πλάστρον n. `earring' (Att. inscr. a.o.), ἔμπλασ-τρον n., - τρος f. `ointment' or `plaster' (Dsc., Gal., pap.). Adj.: 7. πλαστός `formed, shaped, thought up' (Hes.), ἔμπλασ-τον n., - τος f. `ointment, plaster' (Hp.); πλαστή f. `clay wall' (pap.) with περι-, συμ-πλαστεύω `to surround, to construct with a π', πλαστευτής m. `builder of a π.' (pap.). 8. πλαστικός ( προσ-, ἐν-, ἀνα-) `suitable for forming, plastic' (Pl.). -- a.o.; κορο-πλάστης hell.). On πλάθανον s.v.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Common verbal stem πλαθ-; from there on the one hand the yot-present *πλαθ-ι̯ω \> πλάσσω (on the phonetics Schwyzer 320), on the other hand the non-present forms (which on themselves could also go back on πλα- with analog. πλάσσαι, πλασθῆναι, πλαστός; cf. on κλάω). -- No correspondence outside Greek. As the θ (IE *dh) prob. orig. has present-forming, in any case formantic function ( πλή-θω, βρί-θω etc.; Schwyzer 703), πλά-θω can belong to the group of pelā- `broaden' (s. πλάξ); one has to assume an orig. meaning `smear thin, make flat'; s. WP. 2, 63. On the meaning `smear' (in κατα-, ἐμ-πλάσσω) and `knead, form' cf. the same duplicity in Skt. déhmi `spread, smear' and Lat. fingō `knead, form' (cf. on τεῖχος). -- From ἔμπλαστρον Lat. emplastrum, Fr. emplâtre etc.; MLat. plastrum ` Pflaster, plaster', Fr. plâtre, OHG pflastar etc. -- Cf. πλάξ; cf. also παλάθη and πλάστιγξ. -- A form πλαθ- annot be derived from IE, cf. on πλάθανον. So it must be of Pre-Greek origin.Page in Frisk: 2,551-552Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πλάσσω
См. также в других словарях:
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
ήμερα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
ημίπλαστος — ἡμίπλαστος, ον (Α) αυτός που έχει πλαστεί κατά το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύ πλαστος, πρωτό πλαστος] … Dictionary of Greek
πλάστιγγα — η / πλάστιγξ, ιγγος, ΝΜΑ, ιων. τ. πλήστιγξ Α ο καθένας από τους δίσκους τού ζυγού, τής ζυγαριάς νεοελλ. 1. είδος ζυγού μεγάλων διαστάσεων κατάλληλου για το ζύγισμα βαρέων σωμάτων 2. φρ. «η πλάστιγγα κλίνει» ή «η πλάστιγγα γέρνει» λέγεται στις… … Dictionary of Greek
πλαστοσφαιρίδια — τα, Ν βοτ. σταγονίδια λιποειδών που απαντούν μεμονωμένα ή κατά ομάδες στη θεμέλια ουσία, δηλαδή το στρώμα, τών χλωροπλαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός + σφαιρίδιο. Η λ. αποτελεί απόδοση τού νόθου αντιδάνειου σύνθ. plastoglobuli < πλαστός + λατ.… … Dictionary of Greek
αιμός — I Ορεινό σύστημα της νότιας Ευρώπης, το οποίο εκτείνεται με κατεύθυνση από τα Α προς τα Δ, κυρίως στο κεντρικό τμήμα της Βουλγαρίας. Οι οροσειρές αυτές, που εκτείνονται σχεδόν παράλληλα προς τη ροή του Δούναβη σε μήκος 600 χλμ., φτάνουν προς τα Δ … Dictionary of Greek
μυθικός — ή, ὁ (ΑΜ μυθικός, ή, όν) [μύθος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μύθο, μυθώδης («μυθικόν τινα ὕμνον», Πλάτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στην εποχή τών μύθων και τής μυθολογίας, αυτός που προηγείται χρονικά τής τεκμηριωμένης ιστορίας… … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
επίθετο — Μεταβλητό μέρος του λόγου που προσδίδει ιδιότητα ή ποιότητα στο ουσιαστικό. Στα αρχαία ελληνικά και στην καθαρεύουσα, τα ε. είναι τριγενή ή διγενή και ως προς τις καταλήξεις, τρικατάληκτα, δικατάληκτα ή μονοκατάληκτα· στη δημοτική, τα ε. είναι… … Dictionary of Greek
μυθώδης — ες (Α μυθώδης, ῶδες) [μύθος] αυτός που μοιάζει με μύθο, ο πλαστός («καὶ τὰ περὶ Κοίρανον ὄντα μυθώδη πίστιν ἔσχε», Πλούτ.) νεοελλ. μτφ. αυτός που υπερβαίνει τα όρια τής πραγματικότητας, υπερβολικός, αφάνταστος, αμύθητος, παροιμιώδης («μυθώδη… … Dictionary of Greek
ομοπλαστία — η βιολ. φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται ομοιότητα ή αντιστοιχία μεταξύ διαφόρων τμημάτων ή οργάνων τού σώματος ζώου ή φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homoplasy (< ομ[ο] + πλαστία < πλαστός < πλάθω)] … Dictionary of Greek