-
1 μηνυω
дор. μᾱνύω (преимущ. ῡ)1) открывать, указывать(τινί τι HH., NT.)
; раскрывать, обнаруживать(τινὰ ἔχοντά τι Hom.; τέν τύχην τινός Soph.; μηνυθέντος τοῦ ἐπιβουλεύματος Thuc.)
μ. τινὰ κακόν Eur. — обличать кого-л. как преступника;ὡς ὅ παρελθὼν λόγος ἐμήνυσεν Plat. — как показало предыдущее рассуждение2) показывать, сообщать, докладывать(μ. τι κατά τινος Thuc., εἴς τινα Plat. и πρός τινα Dem.)
ἀφ΄ οὖ γεγονὼς ἐμηνύθη πόλεμος Plat. — с тех пор, как сообщают, началась война -
2 καταμηνυω
1) обозначать, указывать2) давать знак(τοῖς ὄμμασι Plut.)
3) рассказывать, открывать(τέν πρᾶξιν Plut.)
οὔποτε τόδ΄ ἐγὼ καταμηνύσω, πρὴν ἂν ἐκ δεσμῶν χαλάσῃ Aesch. — я не открою это (Зевсу) прежде, чем он освободит (меня) от оков4) показывать против, обвинять, уличатьκ. καταψευδομένου τινός Xen. — уличать кого-л. во лжи
5) доносить(τῶν ἀνδρῶν Lys. и τοὺς ἄνδρας Plut.)
См. также в других словарях:
μήνυση — (Νομ.). Η από μέρους του παθόντος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου καταγγελία στις αρμόδιες διωκτικές αρχές (εισαγγελέα, αστυνομία κ.ά.) μιας αξιόποινης πράξης, της οποίας ο μηνυτής έλαβε γνώση με οποιονδήποτε τρόπο. Ο όρος μ. χρησιμοποιείται για… … Dictionary of Greek
μήνυμα — Φράση που περιέχει κάποια είδηση ή αγγελία. Ειδοποίηση, παραγγελία, μαντάτο. ηλεκτρονικό μ. Βλ. λ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. * * * το (ΑΜ μήνυμα, Μ και μήνυμαν) ειδοποίηση μέσω κάποιου προσώπου ή εγγράφως, παραγγελία, εντολή («κατὰ τὸ μήνυμα… … Dictionary of Greek
εισάγω — (AM εἰσάγω) 1. οδηγώ κάποιον μέσα («τόν εισήγαγε στην αίθουσα τού θρόνου», «μόνον δὲ σὺν τέκνοισι μ εἰσάγει δόμοις») 2. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο («εἰσάγω καθετήρα...») 3. (για εμπορεύματα) φέρνω από άλλη χώρα («εισάγει πρώτες ύλες»,… … Dictionary of Greek
μεθώ — (Μ μεθώ, άω) 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθύσκω («τόν μέθυσαν και μετά τόν έκλεψαν») 2. μτφ. α) προκαλώ σε κάποιον ηδονικό συναίσθημα β) σκοτίζω τον νου, ζαλίζω γ) προκαλώ σε κάποιον ψυχική έξαρση ή ενθουσιασμό 3. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης,… … Dictionary of Greek
μηνώ — (Μ μηνῶ άω και μηνάγω) 1. ειδοποιώ ή παραγγέλλω μέσω ενός προσώπου ή εγγράφως, στέλνω σε κάποιον μήνυμα 2. αναγγέλλω, γνωστοποιώ, φανερώνω, ανακοινώνω («μού μήνυσε πως είναι άρρωστος») 3. διατάζω 4. στέλνω και προσκαλώ κάποιον 5. πληροφορώ 6.… … Dictionary of Greek
προλέγω — ΝΜΑ, ενεργ. αόρ. προείπα και προεῑπα ΝΑ, ενεργ αόρ. β προεῑπον Α 1. λέω κάτι προηγουμένως, προαναφέρω (α. «όπως προείπα...» β. «μέμνησθ ἁγὼ προλέγω», Αισχύλ.) 2. λέω κάτι εκ τών προτέρων («μην προλέγεις όταν δεν γνωρίζεις») 3. προφητεύω,… … Dictionary of Greek