Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατα-κόπτω

  • 1 κοπτω

         κόπτω
        (fut. κόψω; эп. part. pf. 2 κεκοπώς; pass.: aor. 2 ἐκόπην, pf. κέκομμαι)
        1) ударять, бить

    (τινὰ ἀμφὴ κάρη χερσί, τινὰ παρήϊον Hom.)

    ; med. бить себя (в отчаянии)
        

    (κ. κεφαλήν Her.; στένει, κέκοπται, sc. ἄστυ Σούσων Aesch.)

        2) med. ( с биением себя в грудь) горько оплакивать
        

    (τινα Arph., NT.; ἐπί τινα и ἐπί τινι NT.)

        3) толкать, по(д)гонять
        

    (τόξῳ, sc. ἵππους, τινὰ μετάφρενον ἠδὲ καὴ ὤμους Hom.)

        4) чеканить
        

    (νόμισμα Xen., Arst., Plut.)

        5) ковать
        

    (δεσμούς Hom.)

        6) стучать(ся)
        

    (τέν θύραν Arph.)

        7) толочь, дробить, разбивать
        

    (τὰς πέτρας λίθοις Arst.; κόνις κοπτομένη Hes.)

        8) расшибать
        9) ( о лошади) трясти, утомлять тряской
        10) ранить, разить, поражать
        

    (ῥήμασι καὴ κοπίσιν Anth.; med. τὰ μέτωπα μαχαίρῃσι Her.)

        11) ( о змее) кусать
        12) бить клювом, клевать
        

    (ὅ κίρκος ἕλκη ποιεῖ κόπτων Arst.; ἀετοὴ κόπτουσι τὰ ὁμόφυλα καὴ φονεύουσι Plut.)

        13) ( о рыбах) ловить ртом, клевать
        14) ловить добычу, охотиться
        

    (ὅ ἁλιάετος καὴ τὰ λιμναῖα κόπτει Arst.)

        15) убивать, умерщвлять
        

    (ἄνδρα Aesch.; ἱκτῆρας ξένους Eur.)

        16) убивать на мясо, зарезывать
        

    (ὗν Hom.; βοῦς καὴ ὄνους Xen.)

        17) отсекать, отрубать, срезывать
        

    (χεῖρας καὴ πόδας, κεφαλέν ἀπὸ δειρῆς Hom.; κλάδους δένδρων NT.; κύπερος κεκομμένος Her.)

        18) разорять, опустошать
        

    (χώραν Xen., Plut.)

        19) наносить пробоины, повреждать
        

    (τὰς ναῦς Plut.)

        φρενῶν κεκομμένος Aesch.безумный

        20) мучить, донимать, утомлять
        21) волновать
        

    (θάλασσα κοπτομένη πνοιαῖς, перен. τὸν ὕπνον ἁ φροντὴς κόπτοισα Theocr.)

    Древнегреческо-русский словарь > κοπτω

  • 2 κατακοπτω

        1) разрубать на куски
        

    (χελώνην καὴ ὄρνα, παίδων ἕνα Her., κρέα Plat.)

        2) разбивать на куски
        

    (κέραμον Polyb.; ἀγάλματα Diod.)

        3) рвать на части
        

    (στεφάνους Dem.)

        4) бить, ударять
        5) зарезывать, убивать
        

    (κριόν, τῶν προβάτων πολλά, τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης Her.)

        6) наносить поражение, разбивать
        

    (τέν μόραν Dem.)

        κατακεκόψεσθαι Xen.потерпеть поражение

        7) точить, разъедать
        8) перен. подтачивать, надламывать
        

    (τέν ἀρχήν, τὸ τῆς ψυχῆς γαῦρον Plut.)

        9) (тж. κ. εἰς νόμισμα Diod.) перечеканивать в монету
        

    (χρυσίον Her.; τὸν θρόνον ὄντα χρυσοῦν Xen.; τὰς χρυσᾶς πλίνθους Diod.)

    Древнегреческо-русский словарь > κατακοπτω

См. также в других словарях:

  • κόμμα — Οργανωμένη πολιτική ομάδα, που συνιστά μια ελεύθερη οργάνωση ανθρώπων, η οποία, βασιζόμενη σε μια κοινότητα ιδεολογικού προσανατολισμού ή συμφερόντων, επιδίδεται σε προπαγάνδα, προσηλυτισμό και πολιτικό αγώνα, για την πραγματοποίηση –με την… …   Dictionary of Greek

  • κοφτός — ή, ό (Α κοπτός, ή, όν) [κόπτω] κομμένος («κοφτό μακαρονάκι») νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με κοπή ή τομή («κοφτές βεντούζες») 2. φρ. «κοφτά λόγια» σταράτες κουβέντες, ξεκάθαρα λόγια β) «κοφτή κουταλιά» κουταλιά όχι πολύ γεμάτη, περιεχόμενο… …   Dictionary of Greek

  • -άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… …   Dictionary of Greek

  • λωλώ — (I) λωλώ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὅταν σῡκα μετά γιγάρτων φωσθῇ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τον τ. λῶλον*]. (II) λωλῶ (Α) [λώλον] (κατά τον Ζωναρά) «σῡκον μετά γιγάρτων κόπτω» …   Dictionary of Greek

  • οστεοκόπος — ο (Α ὀστεοκόπος και ὀστοκόπος) νεοελλ. φρ. «οστεοκόπος πόνος» ισχυρός πόνος, σαν να σπάζουν τα οστά, που εμφανίζεται κατά το δεύτερο στάδιο τής σύφιλης στο κρανίο, στην περόνη και στην κλείδα αρχ. φλεγμονώδης προσβολή κατά την οποία ο ασθενής… …   Dictionary of Greek

  • παυσικάπη — ἡ, Α 1. στρογγυλός κλοιός σαν φίμωτρο, που εξείχε πάνω από το κεφάλι, τον οποίο φορούσαν στους δούλους για να εμποδίζονται να τρώνε αλεύρι ή ζυμάρι κατά το άλεσμα τού σιταριού ή κατά το ζύμωμα 2. όμοιο φίμωτρο τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου… …   Dictionary of Greek

  • -κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… …   Dictionary of Greek

  • άκοπος — (I) η, ο (Α ἄκοπος, ον) (και άκοβος, η, ο) αυτός που δεν έχει κοπεί σε κομμάτια, ο ολόκληρος νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει κοπεί, δεν έχει αφαιρεθεί από τον κορμό, τη ρίζα, τον μίσχο (αποδίδεται σε κλαδιά, καρπούς, φυτά κ.λπ.) 2. όποιος δεν… …   Dictionary of Greek

  • εύκοπος — εὔκοπος, ον (Α) αυτός που γίνεται με μικρό κόπο, ο εύκολος («τοῡτο... κατὰ δὲ τὴν τῶν Ῥωμαίων ἀγωγὴν εὔκοπον», Πολ.). επίρρ... εὐκόπως (ΑΜ) το συγκρ. εὐκοπώτερον (ΑΜ) και εὐκοπωτέρως (Μ) εύκολα, με ευκολία το συγκρ., με μεγαλύτερη ευκολία.… …   Dictionary of Greek

  • καλοκοπώ — καλοκοπώ, εω, (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καλοκοπῆσαι ξυλοκοπῆσαι ἢ σχοινοκοπῆσαι»· [ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον, το «ξύλο» ή < κάλως, ὁ «χοντρό σχοινί» + κοπῶ (< κοπος < κόπτω), πρβλ. δενδρο κοπώ, υλο κοπώ] …   Dictionary of Greek

  • κολάπτω — (Α κολάπτω) 1. (για πτηνά) τσιμπώ ή τρυπώ ή σκαλίζω με το ράμφος (α. «κολάψασα ἐξέλεψεν τὸν νεοσσόν», Ιπποκρ. β. «τὸν ἀετὸν αὐτῷ παρακαταστήσας τὸ ἧπαρ ὁσημέραι κολάψοντα», Λουκιαν.) 2. χαράσσω γλυπτό με μυτερό όργανο, σκαλίζω με τη σμίλη, γλύφω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»