Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κατα-κορέννῡμι

См. также в других словарях:

  • κατακορέσουσι — κατά κορέννυμι satiate aor subj act 3rd pl (epic) κατά κορέννυμι satiate fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατά κορέννυμι satiate fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακορέσῃ — κατά κορέννυμι satiate aor subj mid 2nd sg κατά κορέννυμι satiate aor subj act 3rd sg κατά κορέννυμι satiate fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακορέσαι — κατά κορέννυμι satiate aor inf act κατακορέσαῑ , κατά κορέννυμι satiate aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακεκόρεσμαι — κατά κορέννυμι satiate perf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακορεσθείσης — κατά κορέννυμι satiate aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακορεσθῆναι — κατά κορέννυμι satiate aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακορεσθέντας — κατά κορέννυμι satiate aor part pass masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακορεσθήσεσθαι — κατά κορέννυμι satiate fut inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακορέσειν — κατά κορέννυμι satiate fut inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακορέσθητε — κατά κορέννυμι satiate aor ind pass 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεκορέσθη — κατά κορέννυμι satiate aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»