-
1 κατακλινω
1) складывать (вниз), класть(δόρυ ἐπὴ γαίη Hom.)
2) сажать, усаживатьκ. τοὺς Πέρσας εἰς λειμῶνα Her. — пригласить персов расположиться на лугу (для пира);κ. τινὰ ἐν τῇ βασιλικῇ χώρᾳ Plut. — посадить кого-л. на трон3) класть в постель, укладывать(παιδίον Arph.; γυναῖκα ὠδίνουσαν Plut.)
κ. τινὰ εἰς Ἀσκληπιοῦ Arph. — класть кого-л. в храм Асклепия (для излечения)4) наклонять, нагибать(τοὺς φοίνικας Arst.)
5) med. ложиться(ἐπὴ ταῖς κοίταις Arph.; ἐπὴ στιβάδος Xen.)
κατεκλίθη ὕπτιος Plat. — (Сократ) лег на спину6) med. располагаться (за столом), возлечь(παρά τινα и τινί Plat.; εἰς τέν πρωτοκλισίαν NT.)
7) med. наклонятьсяκ. εἰς γόνατα Arst. — становиться на колени
8) отклонять в сторону -
2 εγκλινω
(ῐ) (fut. ἐγκλινῶ)1) отклонять, наклонять(τέν εὐθυωρίαν εἰς τὸ πρόσθεν Plat.; ἐγκλινόμενος εἰς τὰ δεξιά Arst.; κατὰ τὸ μεσημβρινὸν ἐγκλιθῆναι Plut.)
2) сгибать(ἐγκλῖναι τέν κνήμην Arst.; σκέλη ἐγκεκλιμένα ἔξω Xen.)
3) поворачивать, обращать(προσώπῳ νῶτον ἑαυτοῦ ἐγκλῖναί τινι Eur.)
; pass. обращаться, направляться4) обращаться в бегство, отступать(οἱ πελτασταὴ ἐνέκλιναν Xen.)
5) наклоняться, склонятьсяἐγκεκλικότες ταῖς κεφαλαῖς Plut. — склонив головы6) клониться, тяготеть(πρὸς τέν ὀλιγαρχίαν Arst.; ἐπὴ τὰ χείρω Plut.)
7) клониться к упадку, приходить в упадок8) муз. модулировать(τέν φωνήν Plut.)
9) грам. изменять по формам, т.е. склонять или спрягать10) грам. произносить безударно, т.е. энклитически или проклитически11) грам. заменять острое ударение тупым
См. также в других словарях:
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… … Dictionary of Greek
νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
κλίμα — Το σύνολο των μετεωρολογικών καταστάσεων μιας μακροχρόνιας περιόδου, που χαρακτηρίζουν τη μέση ατμοσφαιρική κατάσταση ενός τόπου ή μιας μεγάλης περιοχής της επιφάνειας της Γης, σε συσχετισμό με τις διακυμάνσεις πολυάριθμων κλιματικών στοιχείων,… … Dictionary of Greek
κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… … Dictionary of Greek
γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… … Dictionary of Greek