-
1 κατα-βυρσόω
κατα-βυρσόω, ganz mit Leder überziehen, τὰς πρώρας Thuc. 7, 65; τὸ σῶμα τοῦ Κλεομένους κρεμάσαι καταβυρσώσαντας, in ein Fell eingenäht aufhängen, Plut. Cleom. 38.
-
2 καταβυρσόω
κατα-βυρσόω, ganz mit Leder überziehen; τὸ σῶμα τοῦ Κλεομένους κρεμάσαι καταβυρσώσαντας, in ein Fell eingenäht aufhängen -
3 καταβυρσοω