-
1 κατα-βλής
-
2 προ-βλής
προ-βλής, ῆτος, vorgeworfen, vorspringend, hervorragend; προβλῆτι σκοπέλῳ, Il. 2, 396; πέτρῃ ἔπι προβλῆτι καϑήμενος, 16, 407; ἀκταὶ προβλῆτες, neben σπιλάδες τε πάγοι τε, Od. 5, 405, vgl. 10, 89. 13, 97; auch στήλας τε προβλῆτας ἐμόχλεον, Il. 12, 259, vorn vorgesetzte Pfähle, Pallisaden; ὦ λιμένες, ὦ προβλῆτες, steile Ufer, Soph. Phil. 924 (vgl. auch προβολή); u. sp. D. : ὥς τις ἔπαλξις, Agath. 8 (V, 294); vgl. Archi. 18 (VII, 147); κατὰ προβλῆτος, Opp. Cyn. 5, 232, vgl. 2, 478; Qu. Sm. 10, 175.
-
3 καταβλής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβλής
-
4 καταβλής
κατα-βλής, ῆτος, ὁ, Riegel
См. также в других словарях:
προβλήτα — η / προβλής, ῆτος, ὁ, ἡ, Ν ΜΑ, τ. θηλ. προβλῆτις Α νεοελλ. 1. κάθε φυσική ή τεχνητή προεκβολή τής ξηράς η οποία εισχωρεί σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό και χρησιμεύει κυρίως για τη διευκόλυνση πλευρίσματος τών πλοίων, μόλος 2. φρ. «πλωτή προβλήτα»… … Dictionary of Greek
παραβλής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α παράφρονας, τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βλής (< βλής < θ. βλη , πρβλ. ἐ βλή θην παθ. αόρ. τού βάλλω), πρβλ. κατα βλής] … Dictionary of Greek
καταβλής — καταβλής, ῆτος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) μοχλός τής πόρτας, μάνταλο, σύρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βλής (βλής < θ. βλη , πρβλ. ἐ βλή θην, αόρ. τού βάλλω), πρβλ. παρα βλής, συμ βλής] … Dictionary of Greek