-
1 καταυαινω
-
2 καταυαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταυαίνω
-
3 καταυαίνω
κατ-αυαίνω, ausdörren, austrocknen -
4 καθαυαινω
-
5 καθ-αυαίνω
καθ-αυαίνω, att. = καταυαίνω.
-
6 καθαυαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαυαίνω
См. также в других словарях:
καταυαίνω — και καθαυαίνω (Α) (επιτ. τ. τού αυαίνω*) καταξεραίνω, καταστεγνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐαίνω «ξεραίνω, στεγνώνω»] … Dictionary of Greek