Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατατριακοντουτίζω

См. также в других словарях:

  • κατατριακοντουτίζω — (Α) κωμική λ. τού Αριστοφ. (Ἱππῆς 1391), ο οποίος αναφέρεται στις τριακοντούτιδες σπονδές τού 425 π.Χ. που τίς προσωποποιεί ως εταίρες και κάνει αισχρό λογοπαίγνιο με τις λ. κατακοντίζω, δηλ. διατρυπώ, διαπερνώ πέρα πέρα, εντελώς, συνουσιάζομαι,… …   Dictionary of Greek

  • κατατριακοντουτίσαι — κατατριακοντουτίζω aor inf act κατατριακοντουτίσαῑ , κατατριακοντουτίζω aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»