-
1 κατασυβωτεω
откармливать словно свинью, т.е. кормить до отвала -
2 κατασυβωτέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασυβωτέω
-
3 κατασυβωτέω
-
4 κατασυβωτείν
-
5 κατασυβωτεῖν
См. также в других словарях:
κατασυβωτεῖν — κατασυβωτέω fatten like a pig pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)