-
1 κατασυβωτέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασυβωτέω
-
2 κατασυβωτείν
-
3 κατασυβωτεῖν
См. также в других словарях:
κατασυβωτεῖν — κατασυβωτέω fatten like a pig pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)