-
1 καταστρέφω
καταστρέφωturn down: pres subj act 1st sgκαταστρέφωturn down: pres ind act 1st sg -
2 καταστρεφω
1) загибать вниз(κέρατα κατεστραμμένα Arst.)
2) переворачивать вниз, опрокидывать, валить(τὰς εἰκόνας Diog.L.; τὰς τραπέζας καὴ τὰς καθέδρας NT.; ὄστρακον κατεστραμμένον Arst.)
3) (тж. κ. εἴσω Plut.) поворачивать внутрь(βώλους, ἃς ἀνίστησι τὸ ἄροτρον Plut.)
τὸ σπέρμα κ. Xen. — заделывать (в землю) семя4) накручивать, натягивать(χορδαὴ κατεστραμμέναι Arst.)
5) закруглять(ἥ λέξις κατεστραμμένη ἥ ἐν περιόδοις, sc. ἐστίν Arst.)
6) ставить вверх дном(τέν πόλιν Arph.)
7) развертывать до конца, т.е. кончать(λόγους, τήν βίβλον ἐπί τινος Polyb.; τὸν βίον Plut. и τοῦ ζῆν Diog.L.)
ποῖ καταστρέφεις λόγων τελευτήν ; Aesch. — к чему ты клонишь свою речь?;καταστρέψαι τοὺς λόγους εἴς τι Aeschin. — закончить свою речь чем-л.8) подходить к концу, кончаться(τοῦ ἐνιαυτοῦ καταστρέφοντος Plut.)
9) заканчиваться (чем-л.), переходить(εἰς ταὐτόν Arst.; εἰς γάμον Plut.)
10) кончать свою жизнь, погибать(ὑπὸ τῶν πολεμίων Plut.)
11) преимущ. med. подчинять, покорять(τέν ἄλλην Μακεδονίην Her.; τὰς νήσους Thuc.; τέν Ἰουδαίαν Plut.)
ὡς οἱ Λυδοὴ τάχιστα κατεστράφατο ὑπὸ Περσέων Her. — как только лидийцы были покорены персами12) заставлять, принуждать -
3 καταστρέφω
Aστρᾰφήσομαι D.C.42.42
: [tense] pf. imper.κατεστρέφθω Epicur.
(v. infr.): [tense] plpf. [ per.] 3sg. - έστραπτο Hdn. (v. infr.); [ per.] 3pl. - εστράφατο D.C.39.5:— turn down, trample on,ποσσί h.Ap.73
; turn the soil, X.Oec.17.10; κάνθαρον κ. turn it upside down, so as to drain it, Alex.115, cf. Sotad. Com.1.33, LXX 4 Ki.21.13;κατεστραμμένῳ τῷ ὀστράκῳ Arist.HA 622b8
.II upset, overturn,τὴν πόλιν κ. Ar.Eq. 274
;τὰς εἰκόνας D.L.5.82
; ruin, undo,βίον καὶ τέκνα καὶ πόλεις Plb.23.11.2
; τινα AP 11.163 (Lucill.):—[voice] Pass.,τὰ προάστεια κατέστραπτο Hdn.8.4.8
.2 [voice] Med., subject to oneself, subdue,πολέμῳ Hdt.1.64
, cf. 71, al., Th.3.13, D.18.244, etc.; ; τοὺς μὲν κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν subdued and made them tributary, Hdt.1.6: c. inf., .3 [voice] Pass., in [tense] aor. and [tense] pf., to be subdued, Id.1.130,68: [tense] plpf., Th.5.29: c.inf., ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι am constrained to hear, A.Ag. 956: [tense] pf. [voice] Pass. also in sense of [voice] Med., Hdt.1.171; , cf. X.HG5.2.38, Isoc.5.21.III of a floating solid, right itself, Archim. Fluit. 2.9 ([voice] Pass.).b intr., return,εἰς ταὐτόν Arist.Pr. 921a26
, cf. Mech. 856b17.IV turn round, direct, [ καταπάλτην] train it on the enemy, Ph.Bel.82.14; esp. towards an end, ποῖ καταστρέφεις λόγων τελευτήν; A.Pers. 787;οὕτω κατέστρεψεν ἡ τύχη ταῦτα, ὥστ' ἐναντία γενέσθαι τοῖς προσδοκωμένοις Din.1.32
; κατέστρεψεν εἰς φιλανθρωπίαν τοὺς λόγους guided the conversations to a friendly end, Aeschin.2.39: hence, bring to an end, κ. τὴν βίβλον, τὸν λόγον, Plb.3.118.10, 22.9.4 ([voice] Pass.,ταῦτα μὲν αὐτοῦ κατεστρέφθω Epicur.Nat.14.6
); esp. κ. τὸν βίον Cebes 10, Ael.NA13.21, Plu.Thes.19,etc.;ὑπὸ τῶν πολεμίων Id.Comp.Sol.Publ.1
: abs., come to an end, close, Plb.4.2.1;τοῦ ἐνιαυτοῦ -στρέφοντος Plu.Caes.51
; esp. end life, die, Epicur.Ep.3p.61U., Plu.Them.31, Arr.An.7.3.1, Hdn.5.8.10; κ. εἰς ἀπώλειαν end in.., Alciphr.3.70;τοὺς λόγους ἐπὶ τὰ πράγματα -στρέφειν οἰόμενος Plu. Phil.4
; ἡ ἡμέρα κ. εἰς ὥραν δεκάτην inclines towards.., Id.Sull. 29.2 Rhet., metaph., λέξις κατεστραμμένη periodic style, opp. εἰρομένη, Arist.Rh. 1409a26, cf. Demetr.Eloc.12,21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστρέφω
-
4 καταστρέφω
καταστρέφω 1 aor. κατέστρεψα. Pass.: fut. 3 sg. καταστραφήσεται LXX; aor. 3 sg. κατεστράφη; pf. 3 sg. κατέστραπται Mal 1:4, ptc. κατεστραμμένος, inf. κατεστράφθαι (Just., D. 107, 3) (s. καταστροφή and στρέφω; Hom. Hymns et al.; ins, LXX; TestSol 18:20 P; TestJob 20:5; JosAs 23:3; Jos., Bell. 1, 199, Ant. 8, 200 al.; Just.).① to cause to be overturned, upset, overturn τὶ someth. (Diog. L. 5, 82 τὰς εἰκόνας) money-changers’ tables Mt 21:12; Mk 11:15; J 2:15 v.l. (for ἀνατρέπω).② to cause someth. to be in total disarray, destroy, ruin (Herodian 8, 4, 22; LXX; PGM 36, 299; Just., A I, 58, 3 al.) of God δύναται αὐτὰ (=τὰ πάντα) καταστρέψαι (cp. Job 11:10) 1 Cl 27:4. Of contentiousness πόλεις μεγάλας κατέστρεψεν 6:4 (v.l. κατέσκαψε). τὰ κατεστραμμένα ruins Ac 15:16 v.l. (for κατεσκαμμένα, cp. Am 9:11 with v.l.).③ to upset in such a way that victims lose their bearings, turn away, mislead, divert, ruin τινά someone Hm 6, 2, 4. τινὰ ἀπό τινος Hs 6, 2, 1. τινά τινι someone by means of someth. m 5, 2, 1 (s. καταστροφή 2).—M-M. TW. -
5 καταστρέφω
μετ.1) разрушать, губить; портить; причинять большой ущерб, вред;καταστρέφω την υγεία μου — губить, разрушать своё здоровье;
καταστρέφω τη ζωή μου — ломать свою жизнь;
2) разорять;§ την κατέστρεψε он её обесчестил;1) — разрушаться, гибнуть;καταστρέφομαι
2) портиться;3) терпеть банкротство, разоряться -
6 καταστρέφω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καταστρέφω
-
7 καταστρέφω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καταστρέφω
-
8 καταστρέφω
переворачивать вниз, опрокидывать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καταστρέφω
-
9 καταστρέφω
[катастрэфо] р. разрушать, губить,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταστρέφω
-
10 καταστρέφω
+ V 6-3-12-11-10=42 Gn 13,10; 19,21.25.29; Dt 29,22to overturn [τι] JgsA 7,13; to turn upside down [τι] 2 Kgs 21,13; to overthrow, to ruin [τι] Gn 13,10; to overthrow [τινα] Ezr 6,12; toundo [τι] 3 Mc 3,23κατέστρεψεν τὸν βίον he died 2 Mc 9,28*Jb 11,10 καταστρέψῃ he overthrows-ימגר? for MT יסגיר he arrests -
11 καταστρέφω
[катастрэфо] ρ разрушать, губить. -
12 καταστρέφω
κατα-στρέφω, (1) umkehren, umwenden; vom Pflügen des Ackers; umstürzen, hinstürzen; vom Ringer; zerstören; κατέστρεψε λόγους εἰς φιλανϑρωπίαν, zurückwenden. (2) hinwenden; endigen, beschließen; häufig ohne Zusatz, κατέστρεψεν αἷμα ταύρειον πιών, er endigte sein Leben; intrans., εἴς τι, in etwas endigen, mit etwas aufhören; ἡ Ἀράτου σύνταξις ἐπὶ τούτους καταστρέφει τοὺς καιρούς, hört mit dieser Zeit auf; trans., καταστρέφειν τὴν βίβλον, das Buch beendigen; οὕτω κατέστρεψεν ἡ τύχη ταῦτα, ὡς τἀναντία γίνεσϑαι τοῖς προςδοκωμένοις, das Schicksal wandte alles so. (3) Med. Andere sich unterwerfen, unterjochen, zwingen; ἀκούειν. σου κατέστραμμαι τάδε, ich bin gezwungen; τὰ κατεστραμμένα ἔϑνη, die unterworfenen. Κατεστραμμένη λέξις, periodischer Ausdruck mit verschlungenen Sätzen -
13 καταστρέφω
bozmak, imha etmek -
14 καταστρέφω
1) anéantir2) bousiller3) briser4) défigurer5) détruire6) ruiner -
15 καταστρέφω
1) burzyć czas.2) niszczyć czas.3) rujnować czas.4) tępić czas.5) unicestwiać czas.6) unicestwić czas.7) zburzyć czas.8) zniszczyć czas.9) zniweczyć czas. -
16 καταστρέφω
1) hubit2) ničit3) přerušit4) rozrušit5) vyhladit6) vyhlazovat7) vyhubit8) zahubit9) zbořit10) zničit -
17 καταστρέφω
1) annihilate2) destroy3) devastate4) disrupt5) ravageΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καταστρέφω
-
18 défigurer
καταστρέφω -
19 détruire
καταστρέφω -
20 ruiner
καταστρέφω
См. также в других словарях:
καταστρέφω — turn down pres subj act 1st sg καταστρέφω turn down pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρέφω — καταστρέφω, κατέστρεψα (σπάν. κατάστρεψα) βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταστρέφω — (AM καταστρέφω) φθείρω, αφανίζω, εξολοθρεύω, επιφέρω παντελή φθορά νεοελλ. 1. φθείρω ηθικά, διαφθείρω, χαλώ 2. διακορεύω παρθένο 3. μέσ. καταστρέφομαι χάνω την περιουσία μου, χρεωκοπώ αρχ. 1. στρέφω το άνω μέρος προς τα κάτω, ανατρέπω,… … Dictionary of Greek
καταστρέφω — κατέστρεψα και κατάστρεψα, καταστράφηκα, καταστρεμμένος και κατεστραμμένος 1. φθείρω, εξολοθρεύω, εξοντώνω: Το κάπνισμα καταστρέφει την υγεία. 2. διαφθείρω: Τον κατάστρεψαν οι κακές παρέες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταστρέφετε — καταστρέφω turn down pres imperat act 2nd pl καταστρέφω turn down pres ind act 2nd pl καταστρέφω turn down imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρέφῃ — καταστρέφω turn down pres subj mp 2nd sg καταστρέφω turn down pres ind mp 2nd sg καταστρέφω turn down pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρέψει — καταστρέφω turn down aor subj act 3rd sg (epic) καταστρέφω turn down fut ind mid 2nd sg καταστρέφω turn down fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρέψουσι — καταστρέφω turn down aor subj act 3rd pl (epic) καταστρέφω turn down fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταστρέφω turn down fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρέψουσιν — καταστρέφω turn down aor subj act 3rd pl (epic) καταστρέφω turn down fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταστρέφω turn down fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρέψω — καταστρέφω turn down aor subj act 1st sg καταστρέφω turn down fut ind act 1st sg καταστρέφω turn down aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρέψῃ — καταστρέφω turn down aor subj mid 2nd sg καταστρέφω turn down aor subj act 3rd sg καταστρέφω turn down fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)