-
1 κατασκηνωσις
-
2 κατασκήνωσις
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατασκήνωσις
-
3 κατασκήνωσις
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατασκήνωσις
-
4 κατασκήνωσις
1. гнездо; 2. обитель, пристанище.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατασκήνωσις
-
5 2682
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2682
См. также в других словарях:
κατασκήνωσις — encamping fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκηνώσει — κατασκήνωσις encamping fem nom/voc/acc dual (attic epic) κατασκηνώσεϊ , κατασκήνωσις encamping fem dat sg (epic) κατασκήνωσις encamping fem dat sg (attic ionic) κατασκηνόω take up one s quarters aor subj act 3rd sg (epic) κατασκηνόω take up one s … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκηνώσεις — κατασκήνωσις encamping fem nom/voc pl (attic epic) κατασκήνωσις encamping fem nom/acc pl (attic) κατασκηνόω take up one s quarters aor subj act 2nd sg (epic) κατασκηνόω take up one s quarters fut ind act 2nd sg κατασκηνόω take up one s quarters… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκηνώσεσι — κατασκήνωσις encamping fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκήνωσιν — κατασκήνωσις encamping fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκήνωση — η (AM κατασκήνωσις [κατασκηνώ (III)] 1. το να έχει κάποιος κατασκηνώσει κάπου, η εγκατάσταση σε σκηνή 2. τόπος όπου τοποθετούνται σκηνές νεοελλ. φρ. «παιδικές κατασκηνώσεις» και «μαθητικές κατασκηνώσεις» εγκαταστάσεις σε εξοχικό χώρο, όπου… … Dictionary of Greek
κατασκηνώσεως — κατασκηνώσεω̆ς , κατασκήνωσις encamping fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκηνώσῃ — κατασκηνώσηι , κατασκήνωσις encamping fem dat sg (epic) κατασκηνάω pres part act fem dat sg (attic epic ionic) κατασκηνάω pres part act fem dat sg (attic epic ionic) κατασκηνόω take up one s quarters aor subj mid 2nd sg κατασκηνόω take up one s… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)