-
1 κατασκεπτομαι
смотреть, высматривать, разведывать(κατασκέψασθαι, εἴ πῃ καὴ ἄλλο τι μένοι τῶν πολεμίων Xen.; τὰ τῶν πολεμίων Plut.)
-
2 κατασκέπτομαι
A = κατασκοπέω (q. v.), Just.Nov.22 Praef.: [tense] impf., Plb.3.94.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασκέπτομαι
-
3 κατασκέπτομαι
κατά-σκέπτομαιlook: pres ind mp 1st sg -
4 κατασκέπτομαι
V 15-10-0-4-0=29 Nm 10,33; 13,2.16.17.21to view closely, to survey Jb 39,8; to spy (out) Nm 13,2; to seek out, to provide Nm 10,33; to inspect, to examine Eccl 1,13; neol.Cf. DORIVAL 1994, 412 -
5 κατασκέπτομαι
-
6 κατα-σκοπέω
κατα-σκοπέω, = Vorigem; ὅπη νοσοῖεν ξύμμαχοι κατασκοπῶν Eur. Hel. 1623; im med., Xen. Hem. 2, 1, 22; τὰς πανοπλίας, mustern, Pol. 10, 20, 2; Sp. S. κατασκέπτομαι.
-
7 σκέπτομαι
+ V 2-0-1-0-1=4 Gn 41,33; Ex 18,21; Zech 11,13; BelLXX 17used as aor. and fut. for σκοπέω; to look (out) for, to search out, to select [τινα] Gn 41,33; to watch out, to take care [+indir. question] BelLXX 17*Zech 11,13 σκέψομαι I will observe-אראה for MT אדר splendourCf. LEE, J. 1983, 51; WEVERS 1990, 287(→ἐπισκέπτομαι, κατασκέπτομαι, συνεπι-,,)
См. также в других словарях:
κατασκέπτομαι — (Α) κατασκοπώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκέπτομαι «εξετάζω, θεωρώ»] … Dictionary of Greek
κατασκέπτομαι — κατά σκέπτομαι look pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάσκεπτος — ἀκατάσκεπτος, ον (Α) [κατασκέπτομαι] 1. ασήμαντος 2. ανεξερεύνητος 3. απερίσκεπτος … Dictionary of Greek
κατάσκεψις — κατάσκεψις, ἡ (Α) [κατασκέπτομαι] η παρατήρηση, η εξέταση από υψηλότερο σημείο («κατάσκεψις τῶν χωρίων», Στράβ.) … Dictionary of Greek
προκατασκέπτομαι — Α εξετάζω με προσοχή εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασκέπτομαι «παρατηρώ από κοντά, εξετάζω»] … Dictionary of Greek
ԴԻՏԵՄ — (եցի.) NBH 1 0627 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 12c, 13c ն.չ. σκοπεύω, κατασκοπεύω, κατασκέπτομαι , κατανοέω, ἁποβλέπω speculor, attendo, intendo, respicio, observo, considero, exploro Որպէս դէտ նկատել. դէտակն ունել. ուշ ունել. նայիլ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԼՐՏԵՍԵՄ — (եցի.) NBH 1 0908 Chronological Sequence: Early classical ն. κατασκέπτομαι, κατασκοπεύω exploro, speculor. Դիտել եւ զննել զվիճակ օտարաց՝ ʼի բերել լուր որպէս ականատես. ... *Լրտեսել զերկիրն քանաքանցւոց. Յես. ՟Ժ՟Գ. 18: ՟Ժ՟Դ. 7. եւայլն: *Իբրեւ զդէտ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)