Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

καταρρέζω

См. также в других словарях:

  • καταρρέζω — (Α) 1. θωπεύω, χαϊδεύω («χειρί τέ μιν κατέρεξεν», Ομ. Ιλ.) 2. ψηλαφίζω («ἀκάνθας ἦκα καταρρέξειεν», Οππ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥέζω «εκτελώ»] …   Dictionary of Greek

  • καρρέξαι — καταρρέζω pat aor inf act καρρέξαῑ , καταρρέζω pat aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρέξαι — καταρρέζω pat aor inf act καταρρέξαῑ , καταρρέζω pat aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρέξαι — καταρρέζω pat aor inf act καταρέξαῑ , καταρρέζω pat aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρρέζειν — καταρρέζω pat pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρρέζουσα — καταρρέζω pat pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρέζειν — καταρρέζω pat pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρέζεσκε — καταρρέζω pat imperf ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρέζουσα — καταρρέζω pat pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρέζουσαν — καταρρέζω pat pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρέζων — καταρρέζω pat pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»