-
1 καρρεζουσα
-
2 καταρρεζω
эп. καταρέζω (fut. καταρρέξω, aor. κατέρρεξα - эп. κατέρεξα, эп. part. praes. f καρρέζουσα) гладить, ласкать(τινὰ χειρί Hom., Plut.)
См. также в других словарях:
καρρέζουσα — καταρρέζω pat pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)