-
1 καταρρέζω
Aκαταρρέζεσκε Opp.H.5.481
:—pat, stroke, caress, Χειρί τέ μιν κατέρεξεν ([dialect] Ep. for κατέρρ-) Il.1.361, al., cf. A.R.4.687: abs., καρρέζουσα ([dialect] Ep. for καταρρ-) Il.5.424, cf. Call.Dian.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρρέζω
-
2 καταρρέζω
κατα-ρρέζω, καταρέζω, part. καρρέζουσα, aor. κατέρεξε: stroke, caress.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καταρρέζω
-
3 καρρέξαι
καταρρέζωpat: aor inf actκαρρέξαῑ, καταρρέζωpat: aor opt act 3rd sg -
4 καταρρέξαι
καταρρέζωpat: aor inf actκαταρρέξαῑ, καταρρέζωpat: aor opt act 3rd sg -
5 καταρέξαι
καταρρέζωpat: aor inf actκαταρέξαῑ, καταρρέζωpat: aor opt act 3rd sg -
6 καρρέζειν
καταρρέζωpat: pres inf act (attic epic) -
7 καταρρέζειν
καταρρέζωpat: pres inf act (attic epic) -
8 καταρέζειν
καταρρέζωpat: pres inf act (attic epic) -
9 καρρέζουσα
καταρρέζωpat: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
10 καταρρέζουσα
καταρρέζωpat: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
11 καταρέζουσα
καταρρέζωpat: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
12 καταρρέζεσκε
καταρρέζωpat: imperf ind act 3rd sg (epic ionic) -
13 καταρέζεσκε
καταρρέζωpat: imperf ind act 3rd sg (epic ionic) -
14 καταρρέζουσαν
καταρρέζωpat: pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) -
15 καταρρέζων
καταρρέζωpat: pres part act masc nom sg -
16 καταρρέξειεν
καταρρέζωpat: aor opt act 3rd sg -
17 καταρέζετο
καταρρέζωpat: imperf ind mp 3rd sg (epic ionic) -
18 κατερέζετο
καταρρέζωpat: imperf ind mp 3rd sg -
19 κατέρεζε
καταρρέζωpat: imperf ind act 3rd sg -
20 κατέρεξα
καταρρέζωpat: aor ind act 1st sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καταρρέζω — (Α) 1. θωπεύω, χαϊδεύω («χειρί τέ μιν κατέρεξεν», Ομ. Ιλ.) 2. ψηλαφίζω («ἀκάνθας ἦκα καταρρέξειεν», Οππ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥέζω «εκτελώ»] … Dictionary of Greek
καρρέξαι — καταρρέζω pat aor inf act καρρέξαῑ , καταρρέζω pat aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρέξαι — καταρρέζω pat aor inf act καταρρέξαῑ , καταρρέζω pat aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρέξαι — καταρρέζω pat aor inf act καταρέξαῑ , καταρρέζω pat aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρρέζειν — καταρρέζω pat pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρρέζουσα — καταρρέζω pat pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρέζειν — καταρρέζω pat pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρέζεσκε — καταρρέζω pat imperf ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρέζουσα — καταρρέζω pat pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρέζουσαν — καταρρέζω pat pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρέζων — καταρρέζω pat pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)