-
1 καταρρέζεσκε
καταρρέζωpat: imperf ind act 3rd sg (epic ionic) -
2 καταρρέζω
Aκαταρρέζεσκε Opp.H.5.481
:—pat, stroke, caress, Χειρί τέ μιν κατέρεξεν ([dialect] Ep. for κατέρρ-) Il.1.361, al., cf. A.R.4.687: abs., καρρέζουσα ([dialect] Ep. for καταρρ-) Il.5.424, cf. Call.Dian.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρρέζω
См. также в других словарях:
καταρρέζεσκε — καταρρέζω pat imperf ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)