-
1 καταπυθω
(ῡ) подвергать гниениюτέν κατέπυσ΄ ἱερὸν μένος ἠελίοιο, ἐξ οὗ νῦν Πυθὼ κικλήσκεται HH. — это (чудовище) сгноила священная сила солнца, отчего оно и именуется ныне Питоном;
pass. — гнить:ξύλον τὸ μὲν οὐ κατεπύθεται ὄμβρῳ Hom. — дерево, которое не гниет от дождя -
2 καταπύθω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπύθω
-
3 καταπύθω
κατα-πύθω, verfaulen lassen. Pass. verfaulen, vermodern -
4 κατέπυσ'
κατέπῡσα, καταπύθωputrefy: aor ind act 1st sgκατέπῡσε, καταπύθωputrefy: aor ind act 3rd sg -
5 καταπύθεται
καταπύ̱θεται, καταπύθωputrefy: pres ind pass 3rd sg -
6 κατεπύθετο
κατεπύ̱θετο, καταπύθωputrefy: imperf ind pass 3rd sg
См. также в других словарях:
καταπύθω — (Α) 1. κάνω κάτι να σαπίσει, κατασαπίζω κάτι 2. παθ. καταπύθομαι σήπομαι, κατασαπίζω («ξύλον, τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «εὐρωτιῶ», μουχλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πύθω «κάνω κάτι να σαπίσει»] … Dictionary of Greek
κατέπυσ' — κατέπῡσα , καταπύθω putrefy aor ind act 1st sg κατέπῡσε , καταπύθω putrefy aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπύθεται — καταπύ̱θεται , καταπύθω putrefy pres ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεπύθετο — κατεπύ̱θετο , καταπύθω putrefy imperf ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)