Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
καταπύθω
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
καταπύθω — (Α) 1. κάνω κάτι να σαπίσει, κατασαπίζω κάτι 2. παθ. καταπύθομαι σήπομαι, κατασαπίζω («ξύλον, τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «εὐρωτιῶ», μουχλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πύθω «κάνω κάτι να σαπίσει»] … Dictionary of Greek
κατέπυσ' — κατέπῡσα , καταπύθω putrefy aor ind act 1st sg κατέπῡσε , καταπύθω putrefy aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπύθεται — καταπύ̱θεται , καταπύθω putrefy pres ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεπύθετο — κατεπύ̱θετο , καταπύθω putrefy imperf ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)