-
1 καταπυριζω
= καππυρίζω См. καππυριζω -
2 καταπυρίζω
A v. καππυρίζω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπυρίζω
-
3 καταπυρίζω
-
4 καπ-πυρίζω
καπ-πυρίζω, = καταπυρίζω, Feuer fangen, sich entzünden, Theocr. 2, 24, wo Valcken. καππυρίσασα in κάππυρος εὖσα änderte.
-
5 κατά-πυρος
κατά-πυρος, angezündet, sehr feurig, heiß; bei Theocr. an der unter καταπυρίζω angeführten Stelle vermuthet man κάππυρος εὖσα.
-
6 καππυριζω
v. l. *καταπυρίζω воспламеняться, загораться(λακεῖ καππυρίσασα Theocr. - v. l. λᾶκον ἔκπυρος ᾆσε)
-
7 καππυρίζω
καππῠρίζω, for καταπυρίζω,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καππυρίζω
См. также в других словарях:
καταπυρίζω — και ποιητ. τ. καππυρίζω (Α) [κατάπυρος] κατακαίω … Dictionary of Greek
καππυρίζω — (Α) παίρνω φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπυρίζω, με αποκοπή τού τα ] … Dictionary of Greek