-
1 καπ-πυρίζω
καπ-πυρίζω, = καταπυρίζω, Feuer fangen, sich entzünden, Theocr. 2, 24, wo Valcken. καππυρίσασα in κάππυρος εὖσα änderte.
-
2 καππυρίζω
καπ-πυρίζω, Feuer fangen, sich entzünden -
3 καππυριζω
v. l. *καταπυρίζω воспламеняться, загораться(λακεῖ καππυρίσασα Theocr. - v. l. λᾶκον ἔκπυρος ᾆσε)
См. также в других словарях:
καμπυρίζω — (Α) καίω, πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπ πυρίζω < κατα πυρίζω] … Dictionary of Greek