-
1 καταπείρω
A insert,ἐμβρυουλκὸν εἰς τόπον Sor.2.62
;τοῖς κατὰ τοὺς βουβῶνας τὰ σκέλη Hld.10.32
:—[voice] Pass.,- πεπαρμένον ἐν ποδὶ σκόλοπα Gal.Nat.Fac.1.14
; - παρεῖσαι ([tense] aor. 2 part.) τῇ φάρυγγι ἄκανθαι Paul. Aeg.6.32; of persons,- παρέντες εἰς τὴν Ἱμεραίων θηρόβοτον ἄχρι τῶν στηθῶν Phalar.Ep.147.4
. ( καταπείραντες (- ροντες cod.)· καταδύσαντες (- δής- cod.), dub. in Hsch.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπείρω
-
2 καταπείρω
κατα-πείρω, durchbohren, aufspießen -
3 καταπαρμός
A piercing, boring, Sor.2.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπαρμός
-
4 ἀναπείρω
A pierce through, fix on a spit,σπλάγχνα δ' ἄρ' ἀμπείραντες Il.2.426
;ἵν' ἀναπείρω τὰς κίχλας Ar.Ach. 1007
;ὅταν ἐπὶ τὸν ὀβελίσκον ἀναπαρῇ Arist.Mir. 835a18
.II impale,ἐπὶ ξύλου ἀ. Hdt.4.103
:—[voice] Pass.,ἀποθανεῖν ἀναπαρείς Id.4.94
;μὴ.. τὸν πόδ' ἀναπαρῶ Macho
ap.Ath.8.349c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπείρω
См. также в других словарях:
καταπείρω — (AM) 1. διατρυπώ, «σουβλίζω» κάποιον 2. μέσ. περνώ διά μέσου κάποιου, εισδύω βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πείρω «εισδύω, τρυπώ»] … Dictionary of Greek
κατάπαρσις — κατάπαρσις, ἡ (AM) [καταπείρω] καταπαρμός* … Dictionary of Greek
καταπαρμός — καταπαρμός, ὁ (Α) [καταπείρω] διατρύπηση, διαπέραση … Dictionary of Greek