-
1 αθύροντες
-
2 ἀθύροντες
-
3 αναφύροντες
-
4 ἀναφύροντες
-
5 αποσύροντες
-
6 ἀποσύροντες
-
7 διασύροντες
διασύ̱ροντες, διασύρωtear in pieces: pres part act masc nom /voc pl -
8 εμφύροντες
-
9 ἐμφύροντες
-
10 εναθύροντες
-
11 ἐναθύροντες
-
12 επισύροντες
-
13 ἐπισύροντες
-
14 κατασύροντες
κατασύ̱ροντες, κατασύρωdraw: pres part act masc nom /voc pl -
15 μορμύροντες
μορμύ̱ροντες, μορμύρωroar and boil: pres part act masc nom /voc pl -
16 παρασύροντες
παρασύ̱ροντες, παρασύρωsweep away: pres part act masc nom /voc pl -
17 περισύροντες
περισύ̱ροντες, περισύρωdrag about: pres part act masc nom /voc pl -
18 πορφύροντες
πορφύ̱ροντες, πορφύρωheaves: pres part act masc nom /voc pl -
19 προαθύροντες
προαθύ̱ροντες, πρό-ἀθύρωplay: pres part act masc nom /voc pl -
20 συμπερισύροντες
συμπερισύ̱ροντες, σύν-περισύρωdrag about: pres part act masc nom /voc pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διασύροντες — διασύ̱ροντες , διασύρω tear in pieces pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασύροντες — κατασύ̱ροντες , κατασύρω draw pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορμύροντες — μορμύ̱ροντες , μορμύρω roar and boil pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασύροντες — παρασύ̱ροντες , παρασύρω sweep away pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισύροντες — περισύ̱ροντες , περισύρω drag about pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφύροντες — πορφύ̱ροντες , πορφύρω heaves pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαθύροντες — προαθύ̱ροντες , πρό ἀθύρω play pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπερισύροντες — συμπερισύ̱ροντες , σύν περισύρω drag about pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφύροντες — συμφύ̱ροντες , συμφύρω knead together pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποσύροντες — συναποσύ̱ροντες , σύν ἀποσύρω tear away pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύροντες — σύ̱ροντες , σύρω draw pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)