-
1 καταπήγνυμι
A stick fast in something, plant firmly,ἔγχος μὲν κατέπηξεν ἐπὶ Χθονί Il.6.213
; ἐν δὲ σκόλοπας κ. 7.441, cf. Hdt.4.72, Ar.Av. 360, PPetr.3p.121 (iii B. C.), etc.;εἰς τὴν γῆν κ. τὸν καυλόν Arist.HA 555b20
;τὸ κέντρον ἐπὶ δένδρον Philum.Ven.37.1
:—[voice] Pass.,- πᾰγέντος σκόλοπος S.E.P.1.238
, cf. Thphr.HP3.1.1.2 metaph., fix, crystallize, .II [voice] Pass., with [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Act., stand fast or firm in,ἰὸς ἐν γαίῃ κατέπηκτο Il.11.378
;ἱστὸς -πεπηγώς Hp.Art.43
;στήλη -πεπηγυῖα Hdt.7.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπήγνυμι
-
2 καταπήγνυμι
V 0-1-2-0-0=3 1 Sm 31,10; Hos 5,2; 9,8(9)to plant firmly (metaph.), to establish [τι] Hos 9,8(9); to fasten, to fix [τι] 1 Sm 31,10 -
3 καταπήγνῦμι
κατα - πήγνῦμι, aor. κατέπηξα, mid. aor. sync. κατέπηκτο: stick fast, plant, mid. intrans., Il. 11.378.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καταπήγνῦμι
-
4 καταπήξει
καταπήγνυμιstick fast: aor subj act 3rd sg (epic)καταπήγνυμιstick fast: fut ind mid 2nd sgκαταπήγνυμιstick fast: fut ind act 3rd sg -
5 καταπεπηγμένων
καταπήγνυμιstick fast: perf part mp fem gen plκαταπήγνυμιstick fast: perf part mp masc /neut gen pl -
6 καταπεπηγότα
καταπήγνυμιstick fast: perf part act neut nom /voc /acc plκαταπήγνυμιstick fast: perf part act masc acc sg -
7 καταπηγνυμένων
καταπήγνυμιstick fast: pres part mp fem gen plκαταπήγνυμιstick fast: pres part mp masc /neut gen pl -
8 καταπηγνύμεναι
καταπήγνυμιstick fast: pres part mp fem nom /voc plκαταπήγνυμιstick fast: pres inf act (epic) -
9 καταπηγνύμενον
καταπήγνυμιstick fast: pres part mp masc acc sgκαταπήγνυμιstick fast: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
10 καταπηγνύουσι
καταπήγνυμιstick fast: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)καταπήγνυμιstick fast: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
11 καταπηγνύουσιν
καταπήγνυμιstick fast: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)καταπήγνυμιstick fast: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
12 καταπέπηγε
καταπήγνυμιstick fast: perf imperat act 2nd sgκαταπήγνυμιstick fast: perf ind act 3rd sg -
13 καταπήξαντα
καταπήγνυμιstick fast: aor part act neut nom /voc /acc plκαταπήγνυμιstick fast: aor part act masc acc sg -
14 καταπήξατε
καταπήγνυμιstick fast: aor imperat act 2nd plκαταπήγνυμιstick fast: aor ind act 2nd pl (homeric ionic) -
15 καταπήξετε
καταπήγνυμιstick fast: aor subj act 2nd pl (epic)καταπήγνυμιstick fast: fut ind act 2nd pl -
16 καταπήξομεν
καταπήγνυμιstick fast: aor subj act 1st pl (epic)καταπήγνυμιstick fast: fut ind act 1st pl -
17 κατεπήγνυον
καταπήγνυμιstick fast: imperf ind act 3rd plκαταπήγνυμιstick fast: imperf ind act 1st sg -
18 καταπεπηγμένους
καταπήγνυμιstick fast: perf part mp masc acc pl -
19 καταπεπηγέναι
καταπήγνυμιstick fast: perf inf act -
20 καταπεπηγός
καταπήγνυμιstick fast: perf part act neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
καταπήγνυμι — και καταπηγνύω (Α) 1. μπήγω κάτι στερεά κάπου, κυρίως στη γη 2. μτφ. κρυσταλλώνω 3. (για νερό και για έμβια όντα) παγώνω, κρυσταλλώνομαι, κρουσταλλιάζω 4. παθ. (στον παρκμ. και υπερσ.) είμαι μπηγμένος ή στερεωμένος μέσα σε κάτι («ἰὸς ἐν γαίῃ… … Dictionary of Greek
καταπήξει — καταπήγνυμι stick fast aor subj act 3rd sg (epic) καταπήγνυμι stick fast fut ind mid 2nd sg καταπήγνυμι stick fast fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπήξῃ — καταπήγνυμι stick fast aor subj mid 2nd sg καταπήγνυμι stick fast aor subj act 3rd sg καταπήγνυμι stick fast fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπηγμένων — καταπήγνυμι stick fast perf part mp fem gen pl καταπήγνυμι stick fast perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπηγότα — καταπήγνυμι stick fast perf part act neut nom/voc/acc pl καταπήγνυμι stick fast perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπηγνυμένων — καταπήγνυμι stick fast pres part mp fem gen pl καταπήγνυμι stick fast pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπηγνύμεναι — καταπήγνυμι stick fast pres part mp fem nom/voc pl καταπήγνυμι stick fast pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπηγνύμενον — καταπήγνυμι stick fast pres part mp masc acc sg καταπήγνυμι stick fast pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπηγνύουσι — καταπήγνυμι stick fast pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταπήγνυμι stick fast pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπηγνύουσιν — καταπήγνυμι stick fast pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταπήγνυμι stick fast pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπέπηγε — καταπήγνυμι stick fast perf imperat act 2nd sg καταπήγνυμι stick fast perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)