-
101 προσκατέπηξε
πρός, κατά-ἐφήκωto have arrived: aor ind act 3rd sg (ionic)πρός, κατά-πήσσωAër.aor ind act 3rd sgπρόσ-καταπήγνυμιstick fast: aor ind act 3rd sg -
102 συγκαταπήξασα
συγκαταπήξᾱσα, σύν, κατά-ἀφήκωarrive at or have arrived: aor part act fem nom /voc sg (ionic)συγκαταπήξᾱσα, σύν, κατά-πήσσωAër.aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic)συγκαταπήξᾱσα, σύν-καταπήγνυμιstick fast: aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
103 πήγνυμι
+ V 8-9-4-8-12=41 Gn 26,25; 31,25; 35,16; Ex 15,8(bis)A: to pitch (a tent) [τι] Gn 26,25; to establish [τι] Is 42,5; to fix, to fasten [τι] JgsB 4,21; to fix with [τί τινι] JgsB 16,14; to be firm (of a heart) Jb 41,16P: to be fixed Ezr 6,11; to be congealed, to be frozen Ex 15,8; to be compacted Wis 7,2; to cleave to [ἐπί τι] Lam 4,8βέλος πεπηγὸς ἐν μηρῷ σαρκός an arrow that stuck in the fleshy thigh Sir 19,12 Cf. LE BOULLUEC 1989 173.331.368-369; WEVERS 1990 230.544.631(→ἐμπήγνυμι, καταπήγνυμι,,) -
104 καταπακτός
A shutting downwards, trap-door, Hdt.5.16. [Cf. πακτός, πακτόω ([etym.] ἐμ-, ἐπι-), with [pron. full] ᾰ by nature.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπακτός
-
105 καταπήττω
A = καταπήγνυμι, Str.4.3.5, D.H.3.22, Apollod.Poliorc. 166.16 ([voice] Pass., - πησς-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπήττω
См. также в других словарях:
καταπήγνυμι — και καταπηγνύω (Α) 1. μπήγω κάτι στερεά κάπου, κυρίως στη γη 2. μτφ. κρυσταλλώνω 3. (για νερό και για έμβια όντα) παγώνω, κρυσταλλώνομαι, κρουσταλλιάζω 4. παθ. (στον παρκμ. και υπερσ.) είμαι μπηγμένος ή στερεωμένος μέσα σε κάτι («ἰὸς ἐν γαίῃ… … Dictionary of Greek
καταπήξει — καταπήγνυμι stick fast aor subj act 3rd sg (epic) καταπήγνυμι stick fast fut ind mid 2nd sg καταπήγνυμι stick fast fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπήξῃ — καταπήγνυμι stick fast aor subj mid 2nd sg καταπήγνυμι stick fast aor subj act 3rd sg καταπήγνυμι stick fast fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπηγμένων — καταπήγνυμι stick fast perf part mp fem gen pl καταπήγνυμι stick fast perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπηγότα — καταπήγνυμι stick fast perf part act neut nom/voc/acc pl καταπήγνυμι stick fast perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπηγνυμένων — καταπήγνυμι stick fast pres part mp fem gen pl καταπήγνυμι stick fast pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπηγνύμεναι — καταπήγνυμι stick fast pres part mp fem nom/voc pl καταπήγνυμι stick fast pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπηγνύμενον — καταπήγνυμι stick fast pres part mp masc acc sg καταπήγνυμι stick fast pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπηγνύουσι — καταπήγνυμι stick fast pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταπήγνυμι stick fast pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπηγνύουσιν — καταπήγνυμι stick fast pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταπήγνυμι stick fast pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπέπηγε — καταπήγνυμι stick fast perf imperat act 2nd sg καταπήγνυμι stick fast perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)