Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

καταντώ

  • 1 мир

    мир I
    χ |. (вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν:
    весь \мир τό σύμπαν· со всего \мира ἀπ' ὀλο τόν κόσμο, ἀπ' ὀλη τήν οἰκου-μένη·
    2. (среда) ὁ κόσμος:
    животный \мир ὁ ζωΙκός κόσμος, τά ζῶα· растительный \мир τά φυτά· звездный \мир τά ἄστρα· окружающий \мир τό περιβάλλον вну́трен-ний \мир человека ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρωπου· ◊ пойти по \миру разг καταντώ στήν ψάθα, γίνομαι ζητιάνος· пустить по́ \миру разг καταντώ κάποιον στήν ψάθα, καταντώ κάποιον διακονιάρη· не от \мира сего βρίσκομαι στά σύννεφα.
    мир II
    м (спокойствие) ἡ είρήνη:
    жить в \мире ζοϋμε ἀγαπημένα· борьба за \мир ὁ ἀγώνας (или ἡ πάλη) γιά τήν είρήνη· движение сторонников \мира τό κίνημα τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐΙρήνης· международная Ленинская премия \мира τό διεθνές βραβείο Λένιν γιά τήν είρήνη· Всемирный Совет \мира τό Παγκόσμιο Συμβούλιο είρήνης· сепаратный \мир ἡ χωριστή εἰρήνη· заключить \мир συνάπτω είρήνη[ν]· ◊ отпустить с \миром στέλνω στό κάλο, ἀφήνω νά φύγει μέ τό καλό.

    Русско-новогреческий словарь > мир

  • 2 прийти

    прийти 1) έρχομαι, φτάνω· \прийти домой έρχομαι στο σπίτι' \прийти первым φτάνω πρώτος 2) (κ чему-л.) καταλήγω· \прийти к власти έρχομαι στην εξουσία· \прийти к соглашению καταλήγω σε συμφωνία 3) (β какое-либо состояние): \прийти в отчаяние απελπίζομαι, πέφτω σε απελ πισία, καταντώ ◇ мне пришло в голову μου κατέβηκε μια ιδέα
    * * *
    1) έρχομαι, φτάνω

    прийти́ домо́й — έρχομαι στο σπίτι

    прийти́ пе́рвым — φτάνω πρώτος

    2) (к чему-л.) καταλήγω

    прийти́ к вла́сти — έρχομαι στην εξουσία

    прийти́ к соглаше́нию — καταλήγω σε συμφωνία

    прийти́ в отча́яние — απελπίζομαι, πέφτω σε απελπισία, καταντώ

    ••

    мне пришло́ в го́лову — μου κατέβηκε μια ιδέα

    Русско-греческий словарь > прийти

  • 3 опустить

    опустить κατεβάζω, χαμηλώνω· \опустить письмо ρίχνω το γράμμα· \опустить занавес κλείνω την αυλαία \опуститься 1) (спуститься) κατεβαίνω 2) (приземлиться) προσγειώνομαι 3) перен. ξεπέφτω, καταντώ
    * * *
    κατεβάζω, χαμηλώνω

    опусти́ть письмо́ — ρίχνω το γράμμα

    опусти́ть за́навес — κλείνω την αυλαία

    Русско-греческий словарь > опустить

  • 4 опуститься

    1) ( спуститься) κατεβαίνω
    2) ( приземлиться) προσγειώνομαι
    3) перен. ξεπέφτω, καταντώ

    Русско-греческий словарь > опуститься

  • 5 доводить

    доводить
    несов
    1. (сопровождать) ὀδηγῶ, ἄγω / συνοδεύω (провожать)·
    2. (до какого-л. состояния) φέρ(ν)ω, καταντώ, περιάγω, ὀδηγῶ:
    \доводить до отчаяния φέρ(ν)ω σέ ἀπελπισίαν, φέρ(ν)ω σέ ἀπόγνωση· \доводить до слез κάνω κάποιον νά κλάψει· \доводить до бешенства κάνω κάποιον Ιξω φρενών, κάνω κάποιον νά λυσσάζει· \доводить до крайности ὀδηγῶ κάποιον στά ἄκρα· \доводить до конца ἀποπερατώνω, ἀποτελειώνω, φέρ(ν)ω σέ (είς) πέρας·
    3. (увеличивать или уменьшать) φέρ(ν)ω ὡς ἕνα σημείο, αὐξάνω ἡ ἐλαττώνω κάτι:
    \доводить до максимума φέρ(ν)ω στό ἀνώτατο ὀριο, φέρ(ν)ω στόν ἀνωτατον βαθμό· \доводить выработку до... (αυξάνω) τήν παραγωγή ὠς... (μέχρι...)·
    4. (проводить) ἐκτείνω, ἐπεκτείνω, προεκτείνω:
    \доводить железную дорогу до побережья ἐκτείνω (или προεκτείνω) τήν σιδηροδρομική γραμμή ὡς τήνἀκτή· ◊ \доводить до сведения καθιστώ γνωστό, γνωστοποιώ· \доводить до сознания καθιστώ κάτι καταληπτό, καθιστώ κάτι νοητό, κάνω νά καταλάβει κάποιος.

    Русско-новогреческий словарь > доводить

  • 6 докатиться

    докатить||ся
    1. κατρακυλάω ὡς κάπου:
    мяч докатился до забора ἡ μπάλλα κατρακύλησε ὡς τό φράχτη·
    2. перен φτάνω, καταντώ:
    вот до чего́ он докатился! νά ποῦ κατάντησε!, νά ποῦ κατρακύλησε!· \докатитьсяся до преступления φτάνω ὡς τό Εγκλημα (или μέχρι ἐγκλήματος).

    Русско-новогреческий словарь > докатиться

  • 7 доходить

    доходить
    несов
    1. (приходить, достигать) φτάνω, φθάνω:
    вода доходит до краев τό νερό φτἀνει ὡς τά χείλια· \доходить с опозданием φτάνω μέ καθυστέρηση
    2. перен φτάνω, φθάνω, καταντώ:
    \доходить до крайности φτάνω στά ἄκρα, τό παρακάνω· \доходить до истощения φθάνω σέ ἐξάντληση· дело дошло́ до того, что... ἡ ὑπόθεσις (или τό πρᾶγμα) ἔφθασε σέ τέτοιο σημείο πού...·
    3. (до готовности) γίνομαι, ψήνομαι (довариваться)! ὠριμάζω (дозревать):
    тесто доходит τό ζυμάρι φουσκώνει, τό ζυμάρι ἀνεβαίνει· помидоры (персики) доходят οἱ ντομάτες (τά ροδάκινα) ὠριμάζουν ◊ у меня руки не доходят до... δέν μοῦ μένει καιρός νά...· \доходить своим умом βρίσκω μόνος μου, κατορθώνω κάτι μέ τις Ικανότητες μου.

    Русско-новогреческий словарь > доходить

  • 8 затаскивать

    затаскивать I
    несов
    1. (изнашивать) παληώνω κάτι φορώντας, τό παληώνω. λερώνω·
    2. перен ξενοστίζω, καταντώ τετριμμένο[ν].
    затаскивать II
    несов
    1. (кого-л. ку-да-л.) σέρνω, τραβώ (μέσα), σύρω·
    2. (.что-л. куда-л.) κουβαλώ.

    Русско-новогреческий словарь > затаскивать

  • 9 порог

    порог
    м
    1. τό κατώφλι[ον]·
    2. (реки) τό πετρώδες τμήμα ποταμοῦ· ◊ на \порог не пускать кого́-л. ὁὔτε στό κατώφλι δέν τόν ἀφήνω νά πατήσει· обивать чьи́-л. \пороги καταντώ φορτικός, ἐκλιπαρώ.

    Русско-новогреческий словарь > порог

  • 10 дожить

    -живу, -жившь, παρλθ. χρ. дожил, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. дожитый, βρ: -жит, -а, -ο ρ.σ.
    1. ζω ως•

    -до возвращения сына ζω ως το γυρισμό του γιου•

    он не -вт до весны αυτός δε θα ζήσει ως την άνοιξη.

    || φτάνω, καταντώ, περιέρχομαι σε κατάσταση•

    до чего он -йл! που έφτασε! πως κατάντησε να ζει!

    2. περνώ, διαβιώ•

    он -ил лето на даче πέρασε αυτός στην έπαυλη όλο το καλοκαίρι.

    3. ξοδεύω για να ζήσω•

    дожить последние деньги ξοδεύω για να ζήσω και τα τελευταία χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > дожить

  • 11 докатить

    -качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. докаченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.
    1. μ. κυλώ ως•

    докатить бочку до погреба κυλώ το βαρέλι ως το υπόγειο.

    2. μεταβαίνω, μετακινούμαι ταχιά.
    1. κυλώ ως•

    мяч -лся до края το τόπι κύλισε ως την άκρη.

    2. καταντώ•

    он -лся до тюрьмы αυτός κατάντησε στη φυλακή.

    3. φτάνω ως•

    выстрел -лся до нас ο πυροβολισμός ακούστηκε ως εμάς.

    Большой русско-греческий словарь > докатить

  • 12 исподличаться

    -аюсь, -аешься
    ρ.σ. γίνομαι (καταντώ) παλιάνθρωπος, πρόστυχος.

    Большой русско-греческий словарь > исподличаться

  • 13 свести

    сведу, сведшь, παρλθ. свл, свела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. сведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сведенный, βρ: -ден, -дена, -но,
    επιρ. μτχ. сведя ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω, βοηθώ να κατέβει•

    свести слепого с лестницы κατεβάζω τον τυφλό από τη σκάλα.

    2. βλ. отвести (1 σημ.),
    3. βλ. сводить 1.
    4. αναμερίζω, απομακρύνω•

    лошадь с дороги παίρνω το άλογο από το δρόμο.

    5. αφαιρώ, εξαλείφω, βγάζω•

    свести пятно βγάζω το λεκέ.

    6. κόβω (το δάσος).
    7. ανταμώνω, φέρω σε συνάντηση, γνωρίζω κάποιον με άλλον. || πιάνω (φιλία, γνωριμία κ.τ.τ.).
    8. προσεγγίζω, πλησιάζω, φέρω κοντά•

    свести ветки деревьев συμμαζεύω τα κλαδιά των δέντρων•

    -брови σμίγω τα φρύδια, κάνω συνοφρύωση.

    || συνδέω, ενώνω. || συγκεντρώνω, συνάζω, συναθροίζω.
    9. τεντώνω, σφίγγω• μουδιάζω, ξυλιάζω.
    10. συνενώνω, συγχωνεύω. || λογαρ ιάζω, συγκεφαλαιώνω, συνοψίζω.
    11. περιορίζω, περιστέλλω, λιγοστεύω, ελαττώνω•

    свести курение περιορίζω το κάπνισμα•

    свести расходы к минимому περιορίζω τα έξοδα στο ελάχιστο.

    || φέρω, πε.-ριάγω.
    12. βγάζω, μεταφέρω, αποτυπώνω, ξεσηκώνω•

    свести рисунок на папиросную бумагу βγάζω το σχέδιο σε χαρτί τσιγαρόχαρτου.

    εκφρ.
    свести счты – ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς με κάποιον•
    свести с престола – εκθρονίζω•
    свести с пьедестала (высоты) – αμαυρώνω (την αίγλη, τιμή,υπόληψη).
    1. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω.
    2. περιορίζομαι, περιστέλλομαι•

    расходы -лись к минимому τα έξοδα περιορίστηκαν στο ελάχιστο.

    3. αποτυπώνομαι, ξεσηκώνομαι, βγαίνω (για σχέδια κ.τ.τ.). ] περιάγο-μαι, περιέρχομαι• καταντώ, καταλήγω•

    серь-зный разговор -лся на болтовню η σοβαρή συνομιλία κατέληξε σε φλυαρία.

    Большой русско-греческий словарь > свести

См. также в других словарях:

  • καταντώ — και καταντάω και κατανταίνω κατάντησα, καταντημένος 1. φτάνω σε κάποιο σημείο, καταλήγω κάπου, περιέρχομαι σε άθλια κατάσταση: Από πλούσιος κατάντησε φτωχός. 2. κάνω κάποιον να καταλήξει κάπου, τον φέρνω σε άθλια κατάσταση: Για ιδές πώς με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταντώ — και κατανταίνω (AM καταντῶ, άω) περιέρχομαι σε δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, φθάνω σε άσχημο τέλος («κατάντησε να ζητιανεύει») νεοελλ. 1. συντελώ ώστε να φθάσει κάποιος σε μια δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, οδηγώ σε κατάντια («έτσι τόν κατάντησε το… …   Dictionary of Greek

  • καταντῶ — καταντάω come down to pres imperat mp 2nd sg καταντάω come down to pres subj act 1st sg (attic epic ionic) καταντάω come down to pres ind act 1st sg (attic epic ionic) καταντάω come down to pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) καταντάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιαραντίζω — καταντώ …   Dictionary of Greek

  • αποβαίνω — (AM ἀποβαίνω) 1. καταλήγω, καταντῶ 2. καθίσταμαι, γίνομαι, αποδεικνύομαι αρχ. 1. αποβιβάζομαι 2. φεύγω, αναχωρῶ 3. (για πρόσωπα) καταντῶ, γίνομαι 4. (για ελπίδες) αποτυγχάνω, διαψεύδομαι 5. επιτυγχάνω 6. πραγματοποιοῡμαι, επαληθεύω 7. (μτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • καταντίζω — (Μ) καταντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τοὺ καταντῶ] …   Dictionary of Greek

  • κατανταίνω — (Μ κατανταίνω) καταντώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταντώ, κατά τα ρ. σε αίνω (πρβλ. αρρωστώ: αρρωσταίνω, βαστώ: βασταίνω)] …   Dictionary of Greek

  • περιοκέλλω — Α 1. (για πλοίο) εξοκέλλω, πέφτω έξω 2. μτφ. καταντώ, περιπίπτω σε κακή κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀκέλλω «πέφτω έξω, καταντώ»] …   Dictionary of Greek

  • ανήκω — (Α ἀνήκω) [ήκω] 1. είμαι κτήμα, ιδιοκτησία, εξάρτημα κάποιου 2. έχω σχέση, αναφέρομαι κάπου ή σε κάτι 3. είμαι κατάλληλος, αρμόζω, ταιριάζω αρχ. 1. φθάνω σε ένα σημείο, σε κάποιο ύψος, ανεβαίνω 2. (για πράγματα) καταντώ, καταλήγω κάπου, σημαίνω… …   Dictionary of Greek

  • αντάω — ἀντάω (Α) 1. έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον 2. συναντώ κάποιον εχθρικά, έρχομαι σε σύγκρουση 3. φθάνω μέχρι, κατάγομαι από 4. παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω σε κάτι 5. παθαίνω κάτι από κάποιον 6. συντυχαίνω, λαχαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ανταίνω — 1. συναντώ 2. μπλέκομαι, συναντώ εμπόδιο, κακό συναπάντημα 3. κατορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντάω «συναντώ», αναλογικά προς άλλα ρ. σε αίνω (πρβλ. απαντώ απανταίνω, καταντώ κατανταίνω), των οποίων ο ενεστ. μεταπλάστηκε σε αίνω υποχωρητικά από τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»