-
1 καταντηστιν
-
2 κατάντηστιν
κατάντηστινindeclform (adverb) -
3 κατάντηστιν
κατάντηστιν: see ἄντηστις.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κατάντηστιν
-
4 κατάντηστιν
-
5 κατ΄...
-
6 καταντησιν
См. также в других словарях:
κατάντηστιν — (Α) επίρρ. απέναντι, καταντικρύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ ἄντηστιν, αιτ. τού ουσ. ἄντηστις «αντίσταση»] … Dictionary of Greek
κατάντηστιν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)