Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καταναλίσκω

См. также в других словарях:

  • καταναλίσκω — κατανᾱλίσκω , καταναλίσκω use up pres subj act 1st sg κατανᾱλίσκω , καταναλίσκω use up pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταναλίσκω — και καταναλώνω (AM καταναλίσκω) 1. εξαντλώ κάτι χρησιμοποιώντας το («το αυτοκίνητό μου καταναλώνει πολλή βενζίνη») 2. δαπανώ, ξοδεύω (α. «η οικογένεια καταναλίσκει πολλά χρήματα για τα φροντιστήρια τών παιδιών» β. «εἰς τὴν στρατιὰν τάλαντα μύρια… …   Dictionary of Greek

  • καταναλίσκετε — κατανᾱ̱λίσκετε , καταναλίσκω use up imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) κατανᾱλίσκετε , καταναλίσκω use up pres imperat act 2nd pl κατανᾱλίσκετε , καταναλίσκω use up pres ind act 2nd pl κατανᾱλίσκετε , καταναλίσκω use up imperf ind act 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταναλώσω — κατανᾱ̱λώσω , καταναλίσκω use up aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) κατανᾱλώσω , καταναλίσκω use up aor subj act 1st sg κατανᾱλώσω , καταναλίσκω use up fut ind act 1st sg κατανᾱλώσω , καταναλίσκω use up aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανάλισκον — κατανά̱λισκον , καταναλίσκω use up imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κατανά̱λισκον , καταναλίσκω use up imperf ind act 1st sg (doric aeolic) κατανά̱λισκον , καταναλίσκω use up imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κατανά̱λισκον , καταναλίσκω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηναλώθην — κατηνᾱ̱λώθην , καταναλίσκω use up aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) κατηνᾱ̱λώθην , καταναλίσκω use up aor ind pass 1st sg (doric aeolic) κατηνᾱλώθην , καταναλίσκω use up aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) κατηνᾱλώθην , καταναλίσκω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηνάλισκον — κατηνά̱λισκον , καταναλίσκω use up imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κατηνά̱λισκον , καταναλίσκω use up imperf ind act 1st sg (doric aeolic) κατηνά̱λισκον , καταναλίσκω use up imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κατηνά̱λισκον , καταναλίσκω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταναλοῦν — κατανᾱλοῦν , καταναλίσκω use up pres part act masc voc sg κατανᾱλοῦν , καταναλίσκω use up pres part act neut nom/voc/acc sg κατανᾱλοῦν , καταναλίσκω use up pres inf act (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταναλωμένων — κατανᾱλωμένων , καταναλίσκω use up pres part mp fem gen pl (doric aeolic) κατανᾱλωμένων , καταναλίσκω use up pres part mp masc/neut gen pl (doric aeolic) κατανᾱλωμένων , καταναλίσκω use up perf part mp fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταναλίσκομεν — κατανᾱ̱λίσκομεν , καταναλίσκω use up imperf ind act 1st pl (doric aeolic) κατανᾱλίσκομεν , καταναλίσκω use up pres ind act 1st pl κατανᾱλίσκομεν , καταναλίσκω use up imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταναλίσκῃ — κατανᾱλίσκῃ , καταναλίσκω use up pres subj mp 2nd sg κατανᾱλίσκῃ , καταναλίσκω use up pres ind mp 2nd sg κατανᾱλίσκῃ , καταναλίσκω use up pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»