-
1 καταναλισκω
(impf. κατανάλισκον, pf. act. κατανάλωκα, pf. pass. κατηνάλωμαι)1) расходовать, тратить(τὰ χρήματα Xen.; τάλαντα μύρια εἴς τι Isocr.; πολλὰ ἡδοναῖς Diod.)
2) употреблять, использовать(τὸ μειχθέν Plat.; σχολέν εἴς τι Isocr.)
τὰς ἄλλας ἀρετὰς εἰς ἀνδρείαν καταναλῶσαι Plut. — обратить все прочие добродетели в мужество3) уничтожать, истреблятьκαταναλωθῆναι εἰς τὸ τεθνάναι Plat. — быть подверженным смерти;
πῦρ καταναλίσκον NT. — истребительный огонь4) потреблять, переваривать(τέν τροφήν Arst.)
-
2 καταναλίσκω
καταναλίσκω (s. ἀναλίσκω) fut. καταναλώσω LXX; 1 aor. κατηνάλωσα or κατανάλωσα LXX. Pass.: fut. 3 sg. καταναλωθήσεται LXX; aor. 3 sg. κατηναλώθη or καταναλώθη Is 59:14 (X., Pla.+; SIG 672, 39 [II B.C.]; PSI 41, 20; LXX; TestSol 2:4 D; Jos., Bell. 4, 242; Ath. 22, 4) consume of fire (Aristot., De Juv. 469b, 29): God is πῦρ καταναλίσκον a consuming fire Hb 12:29 (Dt 4:24). Pass. πλοῦτος καταναλίσκεται wealth is consumed AcPl Ha 2, 24.—S. Frisk s.v. ἀναλίσκω and ἁλίσκομαι; DELG s.v. ἁλίσκομαι. M-M. -
3 καταναλίσκω
καταναλίσκωών§ (αόρ. κατηνάλωσα) μετ. потреблять; расходовать, тратить;καταναλίσκω χρήματα (χρόνο) — расходовать, трогать деньги (время);
καταναλίσκω τρόφιμα — потреблять продукты питания
-
4 καταναλίσκω
κατανᾱλίσκω, καταναλίσκωuse up: pres subj act 1st sgκατανᾱλίσκω, καταναλίσκωuse up: pres ind act 1st sg -
5 καταναλίσκω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καταναλίσκω
-
6 καταναλίσκω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καταναλίσκω
-
7 καταναλίσκω
уничтожать, истреблять, поедать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καταναλίσκω
-
8 καταναλίσκω
+ V 4-1-7-3-4=19 Lv 6,3; Dt 4,24; 7,22; 9,3; 1 Chr 21,26to spend upon [τι εἴς τινα] LtJ 9; to consume [abs.] Dt 4,24; id. [τι] Lv 6,3; id. [τινα] Sir 27,29 Cf. DOGNIEZ 1992, 140-141 -
9 καταναλίσκω
A- ανάλισκον Isoc.1.18
: [tense] plpf. - ανηλώκει (intr.) Pl.Ti. 36b: but [tense] aor.- ηνάλωσα Isoc.9.60
:—[voice] Pass., [tense] aor.- αναλωθῆναι Pl.Phd. 72d
; subj.- αναλωθῇ Hp.Epid.2.4.1
; indic. - ηναλώθησαν ib. 2: [tense] pf.- ανήλωμαι Isoc.3.31
codd.; inf.κατηναλῶσθαι Plu.2.112a
:— use up, spend, lavish,Χρήματα X.Mem.1.2.22
; εἴς τι upon a thing,εἰς τὴν στρατείαν τάλαντα μύρια Isoc.9.60
;τὴν σχολὴν εἰς φιληκοΐαν Id.1.18
;τὰς δυνάμεις εἰς τὰ ἄλογα Pl.Prt. 321c
; ap.Ath.8.345d; of space in a treatise, Phld.Herc. 1508.10; alsoκ. πολλὰ ἡδοναῖς D.S. 17.108
;τὸ πλεῖστον τοῦ βίου ἐν ὁμιλίᾳ Ael.VH3.13
:—[voice] Pass., with [tense] plpf. [voice] Act., to be lavished, Pl.Ti. l.c.; εἴς τι Id.Phd.l.c.; πάσας [ τιμὰς]κατηναλῶσθαι ἄλλοις Plu.
l.c.2 consume,τὴν τροφήν Arist.GA 763a13
, Plu.2.160b; devour fuel, of fire, Arist.Juv. 469b29; later, eat, [ ἰχθύν] Agatharch.109; [ ῥοιᾶς κόκκον] Apollod.1.5.3:—[voice] Pass., ἡ τροφὴ κ. εἰς τὴν αὔξησιν, εἰς τὸ σῶμα, Arist.GA 771a28, 725b31, cf. Hp.VM11; ἐπιστήμη οὐ κ. ὑπὸ πόνων Andronic.Rhod.p.578 M.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταναλίσκω
-
10 κατανᾱλίσκω
κατ-ανᾱλίσκω, verwenden, vertun, verbrauchen. Vom Verdauen der Speisen -
11 καταναλίσκετε
κατανᾱ̱λίσκετε, καταναλίσκωuse up: imperf ind act 2nd pl (doric aeolic)κατανᾱλίσκετε, καταναλίσκωuse up: pres imperat act 2nd plκατανᾱλίσκετε, καταναλίσκωuse up: pres ind act 2nd plκατανᾱλίσκετε, καταναλίσκωuse up: imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) -
12 καταναλώσω
κατανᾱ̱λώσω, καταναλίσκωuse up: aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)κατανᾱλώσω, καταναλίσκωuse up: aor subj act 1st sgκατανᾱλώσω, καταναλίσκωuse up: fut ind act 1st sgκατανᾱλώσω, καταναλίσκωuse up: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
13 κατανάλισκον
κατανά̱λισκον, καταναλίσκωuse up: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)κατανά̱λισκον, καταναλίσκωuse up: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)κατανά̱λισκον, καταναλίσκωuse up: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)κατανά̱λισκον, καταναλίσκωuse up: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
14 κατηναλώθην
κατηνᾱ̱λώθην, καταναλίσκωuse up: aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)κατηνᾱ̱λώθην, καταναλίσκωuse up: aor ind pass 1st sg (doric aeolic)κατηνᾱλώθην, καταναλίσκωuse up: aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)κατηνᾱλώθην, καταναλίσκωuse up: aor ind pass 1st sg (homeric ionic) -
15 κατηνάλισκον
κατηνά̱λισκον, καταναλίσκωuse up: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)κατηνά̱λισκον, καταναλίσκωuse up: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)κατηνά̱λισκον, καταναλίσκωuse up: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)κατηνά̱λισκον, καταναλίσκωuse up: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
16 καταναλούν
κατανᾱλοῦν, καταναλίσκωuse up: pres part act masc voc sgκατανᾱλοῦν, καταναλίσκωuse up: pres part act neut nom /voc /acc sgκατανᾱλοῦν, καταναλίσκωuse up: pres inf act (epic doric) -
17 καταναλοῦν
κατανᾱλοῦν, καταναλίσκωuse up: pres part act masc voc sgκατανᾱλοῦν, καταναλίσκωuse up: pres part act neut nom /voc /acc sgκατανᾱλοῦν, καταναλίσκωuse up: pres inf act (epic doric) -
18 καταναλωμένων
κατανᾱλωμένων, καταναλίσκωuse up: pres part mp fem gen pl (doric aeolic)κατανᾱλωμένων, καταναλίσκωuse up: pres part mp masc /neut gen pl (doric aeolic)κατανᾱλωμένων, καταναλίσκωuse up: perf part mp fem gen pl -
19 καταναλίσκη
κατανᾱλίσκῃ, καταναλίσκωuse up: pres subj mp 2nd sgκατανᾱλίσκῃ, καταναλίσκωuse up: pres ind mp 2nd sgκατανᾱλίσκῃ, καταναλίσκωuse up: pres subj act 3rd sg -
20 καταναλίσκῃ
κατανᾱλίσκῃ, καταναλίσκωuse up: pres subj mp 2nd sgκατανᾱλίσκῃ, καταναλίσκωuse up: pres ind mp 2nd sgκατανᾱλίσκῃ, καταναλίσκωuse up: pres subj act 3rd sg
См. также в других словарях:
καταναλίσκω — κατανᾱλίσκω , καταναλίσκω use up pres subj act 1st sg κατανᾱλίσκω , καταναλίσκω use up pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταναλίσκω — και καταναλώνω (AM καταναλίσκω) 1. εξαντλώ κάτι χρησιμοποιώντας το («το αυτοκίνητό μου καταναλώνει πολλή βενζίνη») 2. δαπανώ, ξοδεύω (α. «η οικογένεια καταναλίσκει πολλά χρήματα για τα φροντιστήρια τών παιδιών» β. «εἰς τὴν στρατιὰν τάλαντα μύρια… … Dictionary of Greek
καταναλίσκετε — κατανᾱ̱λίσκετε , καταναλίσκω use up imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) κατανᾱλίσκετε , καταναλίσκω use up pres imperat act 2nd pl κατανᾱλίσκετε , καταναλίσκω use up pres ind act 2nd pl κατανᾱλίσκετε , καταναλίσκω use up imperf ind act 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταναλώσω — κατανᾱ̱λώσω , καταναλίσκω use up aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) κατανᾱλώσω , καταναλίσκω use up aor subj act 1st sg κατανᾱλώσω , καταναλίσκω use up fut ind act 1st sg κατανᾱλώσω , καταναλίσκω use up aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανάλισκον — κατανά̱λισκον , καταναλίσκω use up imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κατανά̱λισκον , καταναλίσκω use up imperf ind act 1st sg (doric aeolic) κατανά̱λισκον , καταναλίσκω use up imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κατανά̱λισκον , καταναλίσκω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηναλώθην — κατηνᾱ̱λώθην , καταναλίσκω use up aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) κατηνᾱ̱λώθην , καταναλίσκω use up aor ind pass 1st sg (doric aeolic) κατηνᾱλώθην , καταναλίσκω use up aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) κατηνᾱλώθην , καταναλίσκω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηνάλισκον — κατηνά̱λισκον , καταναλίσκω use up imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κατηνά̱λισκον , καταναλίσκω use up imperf ind act 1st sg (doric aeolic) κατηνά̱λισκον , καταναλίσκω use up imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κατηνά̱λισκον , καταναλίσκω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταναλοῦν — κατανᾱλοῦν , καταναλίσκω use up pres part act masc voc sg κατανᾱλοῦν , καταναλίσκω use up pres part act neut nom/voc/acc sg κατανᾱλοῦν , καταναλίσκω use up pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταναλωμένων — κατανᾱλωμένων , καταναλίσκω use up pres part mp fem gen pl (doric aeolic) κατανᾱλωμένων , καταναλίσκω use up pres part mp masc/neut gen pl (doric aeolic) κατανᾱλωμένων , καταναλίσκω use up perf part mp fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταναλίσκομεν — κατανᾱ̱λίσκομεν , καταναλίσκω use up imperf ind act 1st pl (doric aeolic) κατανᾱλίσκομεν , καταναλίσκω use up pres ind act 1st pl κατανᾱλίσκομεν , καταναλίσκω use up imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταναλίσκῃ — κατανᾱλίσκῃ , καταναλίσκω use up pres subj mp 2nd sg κατανᾱλίσκῃ , καταναλίσκω use up pres ind mp 2nd sg κατανᾱλίσκῃ , καταναλίσκω use up pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)